υποστέλλω

Revision as of 12:30, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑποστέλλω ΝΜΑ στέλλω
(ιδίως σχετικά με ιστίο ή σημαία) κατεβάζω, μαζεύω
2. ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
νεοελλ.
(η προστ. ενεστ.) υπόστειλον! ναυτ. κέλευσμα για την υποστολή σημαίας ή σήματος
αρχ.
1. συσφίγγω, κλείνω («τοῖς δακτύλοις ὑπεσταλμένοις», Αρισταίν.)
2. αποσύρω
3. απομακρύνω («ὑπέστελλε καὶ ἀφώριζε ἑαυτόν», ΚΔ)
4. δείχνω φόβο
5. αφαιρώ
6. (με γεν. πράγματος) είμαι εγκρατής, συγκρατούμαι
7. ανήκω
8. (αμτβ.) α) αποσύρομαι
β) μένω απαρατήρητος
γ) μειώνομαι σε μέγεθος ή ελαττώνομαι σε όγκο
9. μέσ. ὑποστέλλομαι
α) οπισθοχωρώ
β) ζαρώνω από φόβο
γ) αποκρύπτω ή παραποιώ την αλήθεια από φόβο («οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ἀποκρυψάμενος... οὐδ' ὑποστειλάμενος», Πλάτ.)
10. παθ. εξαιρούμαι
11. φρ. «ὑποστέλλω οὐράν»
(για σκύλο) βάζω την ουρά στα σκέλια.