Τροία
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
Ion. Τροίη, ἡ,
A Troy, whether of the city, 'Troy-town', Il. 9.46, etc.; or the country, the Troad, Τροίην ἐριβώλακα 3.74, etc.:—also Τροΐα as trisyll., Sapph.Supp.5.9, Scol.17,18, dub. in S.Aj.1190 (lyr., v. ad fin.); Dor. Τρωΐα Pi.N.2.14, 3.60, A.Ch.363 (lyr.); contr. Τρῴα Pi.O.2.81 (cj. Boeckh for Τροίας):—hence Τροίᾱθεν, Ion. -ηθεν, from Troy, Od.3.257, etc.; ἀπὸ Τροίηθεν Il.24.492; Dor. Τρωΐᾱθεν Pi.N.7.41:—Τροίανδε, Ion. -ηνδε, to Troy, Il.7.390, etc.; Dor. Τρῴανδε Pi.I.4(3).36(54). II a game, the Lat. Troja (Verg.A.5.602), Τροίαν ἱππεῦσαι D.C.59.7, cf. 11. [Zenod. and Aristarch. scanned Τροίη (Troy) as disyll. everywhere in Hom., but Aristarch. scanned (and wrote) (πόλιν) Τροΐην as trisyll. in Il.1.129, Od.11.510, understanding 'a Trojan city (city of the Troad)', v. Sch. Il. l.c.; cf. Τρώϊος: Τροίη (-ης -ῃ -ην) stands at the beginning of the line in the phrase Τροίῃ ἐν εὐρείῃ Il.24.256,494, Od.1.62, 4.99, 5.307; in the other 82 occurrences the trisyll. form is admitted by the metre, but should perh. not be restored, as disyll. Τροίη (-ης etc.) is almost inevitably so placed in a hexam.:—codd.Pi. (in contrast to codd.Hom.) have Τρωΐα N.4.25, al., and Τροΐα ib.2.14, al. (with either spelling the word may begin with ), cf. Eust.65.22.]
Greek (Liddell-Scott)
Τροία: Ἰων. Τροίη, ἡ, εἴτε ἡ πόλις, ἡ Ἴλιος, Ὅμ., κλπ.· εἴτε ἡ χώρα, Τροίην ἐριβώλακα Ἰλ. Γ. 74, κλπ.· - ὡσαύτως, ὡς τρισύλλ. Τροΐα, Σοφ. Αἴ. 1190· Δωρ. Τρωία Πινδ. Ν. 2. 21., 3. 104, Αἰσχύλ. Χο. 363· συνῃρ. Τρῴα Πινδ. Ο. 2. 145· - ἐντεῦθεν Τροίᾱθεν, Ἰων. -ηθεν, ἐκ τῆς Τροίας, Ὀδ. Γ. 257, κλπ.· ἀπὸ Τροίηθε Ἰλ. Ω. 492· Δωρ. Τρωίᾱθεν Πινδ. Ν. 7. 60· - Τροίανδε, Ἰων. -ηνδε, εἰς Τροίαν, Ἰλ. Η. 390, κλπ.· Δωρ. Τρῴανδε Πινδ. Ι. 4 (3). 62. ΙΙ. παιδιά τις, Λατ. Troja (Virg. Aen. 5. 602), Τροίαν ἱππεύειν Δίων Κ. 59. 7 καὶ 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 Troie, ville de Troade, en Asie Mineure;
2 p. ext. la Troade.
English (Slater)
Τροία (-οας, -οίας, -οᾳ, -οαν.)
1 Troy cf. Ἴλιος, Πέργαμος. Ἕκτορα Τροίας ἄμαχον ἀστραβῆ κίονα (O. 2.81) ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν (N. 2.14) θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθεὶς ὑπὸ Τροαν (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60) (Ἡρακλέης) σὺν ᾧ ποτε Τροαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε (N. 4.25) (Τελαμών) τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροαν (sc. Ἡρακλέης) (I. 6.28) Ἑλέναν τ' ἐλύσατο, Τροας ἶνας ἐκταμὼν δορί (sc. Ἀχιλλεύς) (I. 8.51) ἐς Τροα[ν (Pae. 6.75)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. Τροίη και δωρ. τ. Τρωΐα και ως τρισύλλαβο Τρόϊα και συνηρ. Τρῴα, Α
αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στην επαρχία της Μυσίας, όπου διεξήχθη ο Τρωικός Πόλεμος, αλλ. Ίλιο ή Ίλιος
αρχ.
είδος παιδιάς στην οποία έπαιρναν μέρος μόνον ιππείς ευγενούς καταγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Τροία: Ιων. Τροίη, ἡ, είτε η πόλη, σε Όμηρ. κ.λπ.· είτε η χώρα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ως τρισύλλ. Τροΐα, σε Σοφ.· Δωρ. Τρωία, σε Πίνδ., Αισχύλ.· συνηρ. Τρῴα, σε Πίνδ.· απ' όπου, Τροίᾱθεν, Ιων. -ηθεν, από την Τροία, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπὸ Τροίηθε, σε Ομήρ. Ιλ.· Δωρ. Τρωιᾱθεν, σε Πίνδ.· Τροίανδε, Ιων. -ηνδε, στην Τροία, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· Δωρ. Τρῴανδε, σε Πίνδ.