αείρω
Greek Monolingual
(I)
ἀείρω (Α)
(επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω) σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.
πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. α-Fερ-
(πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ- είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ' άλλη άποψη το ρ. ἀείρω παράγεται από το θ. ἀερ- του ουσ. ἀὴρ (πρβλ. γερμ. luften, αερίζω, ανασηκώνω < Luft, αέρας), δηλ. ἀερ-jω > ἀείρω, με επένθεση
αιολ. τ. ἀέρρω με αφομοίωση
από το ίδιο θέμα παράγεται ο μέλλ. ἀρῶ (< ἀερῶ >). Από τον μέλλ. ἀρῶ πιθ. προήλθε υποχωρητικά ο ενεστ. τ. αἴρω (< ἄρ-jω). Προβλήματα σ' αυτήν την περίπτωση παραγωγής της λ. ἀείρω < ἀήρ γεννά η μακρότητα του ἀ- της λ. ἀήρ. Από την ίδια ρίζα μεταπτωτικά παράγονται οι λέξεις: μετέωρος, ἄρ-σις, ἀρ-τήρ].
(II)
ἀείρω (Α)
(συνθ.) συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική διαφοροποίηση μεγάλου αριθμού τεχνικών ιδίως όρων με τη σημασία «συνάπτω, συνδέω» και με θ. αερ-, αορ- ή αρ- οδηγεί στην αποδοχή κι ενός άλλου τύπου ἀείρω (ΙΙ) με τη σημασία «προσδένω, συνάπτω, συνδέω». Οπωσδήποτε η διάκριση αυτή δεν φαίνεται αναγκαία (πρβλ. Chantraine). To ἀείρω (ΙΙ) απαντά μόνο «εν συνθέσει» και συνδέεται με ΙΕ ρίζα wer- (= συνάπτω, προσδένω, προσάπτω). Στο ρήμα αυτό ανάγονται λέξεις όπως τετράορος (αττ. τέτρωρος) (= τέσσερεις ζευγμένοι μαζί), συνάορος (= ζευγμένος μαζί), παράορος (= παραζευγμένος), ἀορτήρ, ἄορ (= ξίφος, δηλ. αντικείμενο εξαρτημένο, κρεμασμένο)].