Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αθύρω

From LSJ
Revision as of 15:20, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ἀθύρω (Α)
1. παίζω, διασκεδάζω
2. αστειεύομαι, παίζω
3. παίζω κάποιο όργανο
4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα dhwer
που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας (dhur-), με προθεματικό - (ņ), που αποτελεί επίσης μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα του ΙΕ en «ἐν» και επίθημα –yō. Ήτοι: ņ-dhur-yo > -θῦρ- > ἀθῦρω, με αντέκταση του σε Η αρχική σημ. της λ., σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, θα ήταν «ενορμώ, στριφογυρίζω», απ' όπου εξελίχθηκε στην Ελληνική στη σημ. «παίζω, ψυχαγωγούμαι» (πρβλ. και την παράλληλη εξέλιξη του ρ. διασκεδάζω στην Ελληνική από την αρχική σημ. του «σκορπίζω» στη σημ. του «ψυχαγωγούμαι»). Σημειώνουμε ακόμη πως τα σύνθετα αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος δεν συνδέονται ετυμολογικά προς το ἀθῦρω, αλλά προς το ἄθυρος (- + θύρα) «ο χωρίς θύρα, χωρίς φραγμό».
ΠΑΡ. ἄθυρμα, αρχ. ἄθυρσις, ἀθυρεύεσθαι.