ἀκάλυπτος

From LSJ
Revision as of 15:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάλυπτος Medium diacritics: ἀκάλυπτος Low diacritics: ακάλυπτος Capitals: ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: akályptos Transliteration B: akalyptos Transliteration C: akalyptos Beta Code: a)ka/luptos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, unveiled, S.OT1427, Arist.HA489b5, 1Enoch9.5; ἐν ἀκαλύπτῳ . .βίῳ, of one who has no house over his head, Men.404. Adv. -τως LXX 3 Ma.4.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, ἀσκεπής, Ο. Τ. 1427, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 5. 2. 2) ἐν ἀκαλύπτῳ… βίῳ, ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος στέγην ὑφ᾿ ἣν νὰ κατοικήσῃ, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 4. - Ἐπίρρ. -τως, Μακκαβ. Γ΄ δ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voilé, à découvert.
Étymologie: ἀ, καλύπτω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-κᾰ-]
1 descubierto τοιόνδ' ἄγος ἀκάλυπτον οὕτω δεικνύναι S.OT 1427, cf. Arist.HA 489b5, Apoc.En.9.5, Luc.Am.13, Plu.Cat.Mi.5.
2 desguarnecido, sin hogar βίος Men.Fr.298.6.
3 adv. -ως descubiertamente, abiertamente ἄγειν LXX 3Ma.4.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) καλυπτός
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη του σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).

Greek Monotonic

ἀκάλυπτος: -ον, ασκεπής, ξεσκέπαστος, αυτός που δεν έχει σκεπή ή στέγαστρο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάλυπτος: (κᾰ) неприкрытый, непокрытый (ἄγος Soph.; βράγχια Arst.: κεφαλή Plut.): ἀ. βίος Men. бездомная жизнь.