κνήθω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
later form of κνάω,
A scratch, ὡς λέγεται, κνήθειν οἶδεν ὄνος τὸν ὄνον AP12.238.8 (Strat.), cf. Moer.p.234 P.:—Med., κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη to get one's sores scratched, Arist.HA609a32. 2 Pass., itch, Paul. Aeg.6.60; κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν 2 Ep.Ti.4.3; to be provoked, Arist. Pr.957b15.
German (Pape)
[Seite 1460] nach Moeris hellenistisch für κνάω, kratzen; τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη, sich reiben, Arist. H. A. 9, 1. – Ein Jucken, Brennen verursachen, u. pass. ein Jucken empfinden, II. Timoth. 4, 3; – übh. reizen, Arist. probl. 31, 4; bes. zu Liebe, Groll u. dgl., ὄνος ὄνον κνήθει Strat. 77 (XII, 238).
Greek (Liddell-Scott)
κνήθω: μέλλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος τοῦ κνάω, ξύω, «ξυῶ», Μοῖρις 234· ― Μέσ., τὸν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τὰς ἀκάνθας τὰ ἕλκη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18. ΙΙ. γαργαλίζω, τὰς ἀκοὰς Κλήμ. Ἀλεξ. 328. ― Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμόν, κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν 2 Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 3· παροξύνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 31. 3.
French (Bailly abrégé)
1 gratter ; irriter;
2 chatouiller.
Étymologie: cf. κνάω.
English (Strong)
from a primary knao (to scrape); to scratch, i.e. (by implication) to tickle: X itching.
English (Thayer)
present passive κνήθομαι; (from κνάω, infinitive κναν and Attic κνην); to scratch, tickle, make to itch; passive to itch: κνηθόμενοι τήν ἀκοήν (on the accusative cf. Winer s Grammar, § 32,5), i. e. desirous of hearing something pleasant (Hesychius, κνήθειν τήν ἀκοήν. ζητοῦντες τί ἀκοῦσαι, καθ' ἡδονήν), τόν ὄνον κνήθεσθαι εἰς τάς ἀκάνθας τά ἕλκη, its sores, Aristotle, h. a. 9,1, p. 609a, 32; κνην Ἀττικοι, κνήθειν Ἕλληνες, Moeris, p. 234; (cf. Veitch, under the word κνάω).)
Greek Monolingual
κνήθω (AM)
βλ. κνω.
Greek Monotonic
κνήθω: μέλ. κνήσω, (κνάω) μεταγεν. τύπος του κνάω, ξύνω, γαργαλώ γρατσουνίζω — Παθ., φαγουρώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνήθω [κνάω] krabben:; οὐδ ’ ὅσσον κνήσασθαι τὸ οὖς... σχολὴν διάγων hij heeft niet eens genoeg tijd om aan zijn oor te krabben Luc. 29.1; overdr.: κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν terwijl hun oren gestreeld worden NT 2 Tim. 4.3.