μυττωτός

From LSJ
Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττωτός Medium diacritics: μυττωτός Low diacritics: μυττωτός Capitals: ΜΥΤΤΩΤΟΣ
Transliteration A: myttōtós Transliteration B: myttōtos Transliteration C: myttotos Beta Code: muttwto/s

English (LSJ)

(Ion. μυσσωτός, only Hp.Loc.Hom.47, cf. μυσωτός), ὁ,

   A savoury dish of cheese, honey, garlic, etc., mashed up into a sort of paste, Hippon.35.2, Anan.5.8, Hp. l. c., Epid.2.6.28, Eup.179, Ar. Ach.174, Eq.771, Thphr.HP7.4.11 (pl.), Dsc.2.152, Aret.SD2.9.

German (Pape)

[Seite 223] ὁ, ein breiartiges Gericht, dessen Hauptbestandtheil geriebener Knoblauch war, auch eine scharfe senfähnliche Brühe, Ar. Ach. 174 Equ. 768 Pax 273; Schol. u. VLL. erkl. ὑπότριμμα διὰ σκορόδων; Diosc. τὸ ἐκ σκορόδου καὶ τῆς μελαίνης ἐλαίας γινόμενον τρίμμα; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte de salmis de gousses d’ail et d’olives noires, avec fromage et miel.
Étymologie: DELG terme fam. sans étym.

Greek Monolingual

μυττωτός και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α)
χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα, -ωτός (πρβλ. θυσαν-ωτός, καρυ-ωτός). Το διπλό -ττ- παραμένει ανερμήνευτο. Δεν αποκλείεται σύνδεση της λ. με το μῦμα «είδος φαγητού»].

Greek Monotonic

μυττωτός: ὁ, εύγεστο πιάτο από τυρί, μέλι, σκόρδο, που ήταν ζυμωμένα σ' ένα είδος αλείμματος όπως τη σκορδαλιά, Λατ. moretum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

μυττωτός: ὁ паштет из сыра, меда и чеснока Arph.