λαγνεία

From LSJ
Revision as of 12:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαγνεία Medium diacritics: λαγνεία Low diacritics: λαγνεία Capitals: ΛΑΓΝΕΙΑ
Transliteration A: lagneía Transliteration B: lagneia Transliteration C: lagneia Beta Code: lagnei/a

English (LSJ)

Ion. λαγν-είη, ἡ,

   A the act of coition, Hp.Nat.Puer.20, Arist. HA575a21; semen, Hp.Nat.Puer.21, cf. Gal.19.117.    II salaciousness, X.Mem.1.6.8, AP10.45.8 (Pall.): pl., Ti.Locr.103a.

German (Pape)

[Seite 3] ἡ, Saamenausleerung, Beischlaf, Hippocr.; Arist. H. A. 6, 21; – Wollust, Geilheit, Tim. Locr. 103 a; λαγνείᾳ δουλεύειν, Xen. Mem. 1, 6, 8; ἀκόλαστος, Pallad. 122 (X, 45).

Greek (Liddell-Scott)

λαγνεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ συνευρίσκεσθαι, συνουσία, Ἱππ. 241. 4., 242. 5. ΙΙ. ἀκολασία, ἀκρασία περὶ τὰ ἀφροδίσια, κατάχρησις σαρκικῆς μίξεως, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 2, Ἀνθ. Π. 10. 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
libertinage.
Étymologie: λαγνεύω.

Greek Monolingual

η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) λαγνεύω
φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.)
αρχ.
συνουσία.

Greek Monotonic

λαγνεία: ἡ, λαχτάρα, επιθυμία, συνουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λαγνεία:1) соитие Arst.;
2) похоть, распутство Xen., Arst., Plut.