ὑπεξανίσταμαι

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξανίσταμαι Medium diacritics: ὑπεξανίσταμαι Low diacritics: υπεξανίσταμαι Capitals: ΥΠΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypexanístamai Transliteration B: hypexanistamai Transliteration C: ypeksanistamai Beta Code: u(pecani/stamai

English (LSJ)

aor. 2 -ανέστην,

   A arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.

German (Pape)

[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεξαναστήσομαι, ao.2 ὑπεξανέστην, etc.
se lever pour faire place à, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἐξανίσταμαι.

Greek Monolingual

Α ἐξανίσταμαι
1. εξεγείρομαι, εξορμώΠύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑπεξανίσταμαι: = ὑπανίσταμαι, σε Πλούτ., Λουκ.· ὑπεξανίσταμαί τινι, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξανίσταμαι: вставать, уступая место (τινι Plut., Luc. и πρός τινι Luc.).