διευθύνω
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A make or keep straight, δρόμον Ph.1.327. II set right, amend, Luc.Prom. 19, Man.4.90. III settle an account, PLond.3.924.8.
Greek (Liddell-Scott)
διευθύνω: [ῡ], μέλλ. -ῠνῶ, διορθώνω, ἐπανορθῶ, Λουκ. Προμ. 19. 2) κυβερνῶ, διοικῶ, Μανέθων 4. 90.
French (Bailly abrégé)
corriger.
Étymologie: διά, εὐθύνω.
Spanish (DGE)
I en v. act.
1 mantener recto τὸν δρόμον Ph.1.327, εὐθεῖαν ὁδόν Dig.27.1.10.3
•fig. mantener con rectitud, llevar por el buen camino (τὴν βασιλείαν) Aristeas 188, τὰς ἀρχάς Vett.Val.254.6, τὴν βουλὴν κατὰ τὸ καλόν 1Ep.Clem.61.2, εἰς ἐκείνην τὴν τάξιν ... τὰ ἀνθρώπινα Them.Or.9.127a, τὰ ἡμέτερα πάντα προνοητικῶς Anon.Hier.Luc.42.5.
2 mantener, conservar, preservar (ὁ Ἥλιος) τὸν κύκλον Vett.Val.166.1, τοὺς καιρούς Meth.Symp.217.
3 enderezar, corregir εἴ τι μὴ καλῶς εἰρῆσθαι δοκεῖ, διευθύνετε Luc.Prom.19, cf. Cal.9, Man.4.90, τὰς δόξας Eus.HE 4.24.1, τὴν ... αἵρεσιν Eus.HE 5.28.2
•resolver un asunto, poner en orden μέχρι οὗ διευθύνω ἃ πρός [με ἔχει Ἡρα] κλείδης hasta que resuelva el asunto que Heraclides tiene contra mí, PMich.533.8 (II d.C.), ἐκεῖνα πράγματα PGiss.72.8 (II d.C.), cf. POxy.495.9 (II d.C.) en BL 1.324
•en v. med. tratar de resolver εἰ ἦν πρὸ τῆς γεννήσεως, ἢ οὐκ ἦν Gr.Naz.M.36.85C
•fig. recomponer, uso euf. por aliviar el vientre διευθῦναι (τὴν γαστέρα) Aq.1Re.24.4.
4 pagar, saldar una cuenta ἐκ τῶν ἰδίων τὴν ὑπὲρ αὐτῆς παραγραφήν PLond.924.8 (II d.C.), τὰ δημόσια PFay.296, cf. PMich.629.9 (ambos II d.C.), τῷ ἱερ[ωτάτῳ] ταμιείῳ τὰ ... δημόσια πάντα PYoutie 78.15 (IV d.C.).
5 escoltar, acompañar τῆς τάξεως ... διευθυνούσης τὸν ὕπαρχον Lyd.Mag.3.35
•flanquear αἱ ... τὴν πόλιν διευθύνουσαι στοαί Lyd.Mag.3.70.
II uso esp. de v. med. gozar de prosperidad, estar floreciente διεξαγέτω τὸν βίον, χαίρων καὶ διευθυνόμενος Nil.M.79.249A.
Greek Monolingual
(AM διευθύνω) ευθύνω
1. κάνω κάτι ευθύ σ' όλο του το μήκος, ισιώνω
2. κυβερνώ, διοικώ, έχω υπεύθυνη θέση, διευθύνω, κατευθύνω σ' ένα σημείο
νεοελλ.
1. στέλνω γράμμα, δέμα κ.λπ. στη διεύθυνση κάποιου
2. γράφω πάνω στο γράμμα τη διεύθυνση του παραλήπτη
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. ελέγχω κάτι θεωρώντας το ως εσφαλμένο
3. διακανονίζω, πληρώνω.
Greek Monotonic
διευθύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, διορθώνω, επανορθώνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διευθύνω: исправлять, улучшать (τὸν λόγον Luc.).