δρίος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό,
A copse, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.14.353; δ. εὔδενδρον, ὑλῆεν, AP7.193 (Simm.), 203 (Id.); ἅπαν Opp.H.4.588; ἀν' ἐρῆμον δ. Lyr.Alex.Adesp.7.3: heterocl. pl. δρία, τά, Hes.Op.530, S.Tr.1012 (hex.), E.Hel.1326 (lyr.): also dat. pl. δρισί (as if from δρίες) dub. in IG14.217.43.
German (Pape)
[Seite 667] das Gebüsch, verwandt mit δρῦς, δόρ υ, δένδρεον; vgl. δριάω. Bei Homer δρίος einmal, Odyss. 14, 353 ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης. Das Geschlecht ist in dieser Stelle nicht zu erkennen. Simm. A. P. 7, 203 ἀν' ὑλῆεν δρίος εὔσκιον; Simm. A. P 7, 193 κατ' εὔδενδρον στείβων δρίος; Oppian. Hal. 4, 588 ἅπαν δρίος. Plural. δρία: Hesiod. O. 530 ἀνὰ δρία βησσήεντα; Soph. Trach. 1012 κατά τε δρία πάντα καθαίρων; Eur. Hel. 1326 πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα; Apoll. Rh. 4, 970 ἑρσήεντα κατὰ δρία. Bei gramm. findet sich auch nominat sing. δρίον. Vgl. die Eigennamen Δρίον und Δρίος.
Greek (Liddell-Scott)
δρίος: τὸ, (ἴδε δρῦς) λόχμη, δάσος, δρίος ὕλης, λόχμη δάσους, Ὀδ. Ξ. 353 (ἔνθα τὸ γένος εἶναι ἀόριστον)· ἀλλὰ δρίος εὔδενδρον ὑλῆεν Ἀνθ. Π. 7. 193, 203· ἅπαν Ὀππ. Ἁλ. 4. 588· ἐν δρίει Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 43· ― κατὰ πληθ. δρία, τά, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ δρίον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, Σοφ. Τρ. 1012, Εὐρ. Ἑλ. 1326.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et pl. δρία;
petit bois, taillis.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
(cf. δρῦς) = δρῦμός, Od. 14.353†.
Greek Monolingual
δρίος (-ους), το (Α)
λόχμη, θαμνώδης ή δενδρώδης τόπος.
Greek Monotonic
δρίος: τό, δρυμός, δάσος, άλσος, λόχμη, σύδενδρο, δρίοςὕλης, δασικός δρυμός, σε Ομήρ. Οδ.· δρίος ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., δρία, τά, (όπως αν προερχόταν από το δρίον), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την ίδια ρίζα, όπως το δρῦς).
Russian (Dvoretsky)
δρίος: (ῐ) τό (только nom. и acc. sing. и pl. δρία) чаща, густая заросль Hom., Hes., Soph., Eur., Anth.