παρακαταβάλλω
English (LSJ)
A throw down beside, παρακάββαλον [Ep. for παρακατέβαλον] ἄσπετον ὕλην Il.23.127; ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν he put a waistband on him, ib.683. II make a claim to property together with a deposit (παρακαταβολή) to be forfeited in case of failure, IG5(2).357.58 (Stymphalus), Foed.Delph.Pell.4A7; esp. at Athens, 1 in a διαδικασία κλήρου, of a claimant by descent, will, etc., as against collateral heirs, οὑτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς γνήσιος D.44.42, cf. 43.5; ἑαυτῷ κατὰ δόσιν π. ls.4.10, cf. Poll.8.32, Harp. and Suid. s.v. παρακαταβολὴ καὶ παρακαταβάλλειν. 2 of a claimant who enters a διαμαρτυρία μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι, Is.6.12. 3 of one who claims property as his own which has been confiscated to the state, Harp., Suid. III Med., π. ψήφισμα annex a decree to their manifesto, Plb.4.25.6.
German (Pape)
[Seite 481] (s. βάλλω), eigtl. daneben niederwerfen, niederlegen; παρακάββαλον ὕλην, Il. 23, 127; ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, legte ihm einen Gürtel um, ib. 683; – παρακαταβάλλειν τινὰ τοῦ κλήρου, Dem. 43, 5 Is. 4, 4 u. öfter in attischer Gerichtssprache, mit Einem um das Erbschaftsrecht streiten, wobei eine Geldsumme beim Gericht niedergelegt werden mußte, die verfiel, wenn der Prozeß verloren ging; absolut, 6, 12; Poll. 8, 32; – παρακαταβάλλεσθαι ψήφισμα, Pol. 4, 25, 6, öffentlich auslegen.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαταβάλλω: ῥίπτω κάτω πλησίον, παρακάββαλον [Ἐπικ. ἀντὶ παρακατέβαλον] ἄσπετον ὕλην Ἰλ. Ψ. 127· ζῶμα δὲ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, «περίζωμα δὲ αὐτῷ πρῶτον περιέθηκε» (Θ. Γαζῆς), ἢ κατ’ ἄλλους ἔρριψε πλησίον αὐτοῦ τὸ περίζωμα ἵνα τὸ λάβῃ, αὐτόθι 683. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπὶ περιουσίας ἐν ὡρισμέναις περιστάσεσιν ὅτε ὁ ἐγείρων τὰς ἀξιώσεις ὤφειλε νὰ καταβάλῃ ποσόν τι χρημάτων καλούμενον παρακαταβολή, ὅπερ ἐδημεύετο ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας. 1) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε διαδικασία), ὅτε περιουσία τις διημφισβητεῖτο ὑπὸ πολλῶν κληρονόμων, (οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐπιδικαζόμενοι τοῦ κλήρου), ἕτερος δέ τις ἔχων ἀξιώσεις ἐκ καταγωγῆς ἢ διαθήκης ἀπῄτει αὐτοῦ πρώτου αἱ ἀξιώσεις νὰ ἀκουσθῶσιν· ὁ τοιοῦτος ἔδει νὰ καταθέσῃ ὡς παρακαταβολὴν τὸ δέκατον τοῦ ποσοῦ οὗ τὴν κληρονομίαν αὐτὸς ἀπῄτει, καὶ τοῦτο ἐλέγετο παρακαταβάλλειν τοῦ κλήρου· οὐτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς γνήσιος Δημ. 1093, 6, πρβλ. 1092, 10, 20., 1051. 22., Ἰσαῖ. 47. 25, Πολυδ. Η΄, 39· ὁ τοιοῦτος ἠδύνατο νὰ ἐγείρῃ ἀξιώσεις καὶ ἐπὶ περιουσίας ἤδη εὑρισκόμενος ἐν χερσὶν ἀπωτέρων συγγενῶν, Νόμ. παρὰ Δημ. 1054. 27 κἑξ., Ἁρποκρ., Σουΐδ., ἐν λ. παρακαταβολὴ καὶ παρακαταβάλλειν. 2) ὅτε περιουσία τις ἐκηρύχθη ἐπίδικος, (ὃ ἴδε), καὶ κληρονόμος τις ἐκ καταγωγῆς εἰσάγει διαμαρτυρίαν μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι (ἴδε διαμαρτυρία), καὶ οὕτως ἐξασφαλίζει προτεραιότητα εἰς τὴν ἀπαίτησίν του, περὶ τούτου λέγεται, παρακαταβάλλειν καὶ διαμαρτυρεῖν, πρβλ. Ἰσαῖ. 56. 25 πρὸς 57. 20. 3) ἐν περιπτώσει ἀπογραφῆς (ὃ ἴδε), ὅτε τις οἱοσδήποτε ἤγειρεν ἀξιώσεις ἐπὶ περιουσίας δημευθείσης· πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Σουΐδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω, Σουΐδ. ἐν λ. ἐνεπίσκημμα καὶ ἐνεπισκήψασθαι· ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ παρακαταβολὴ ἦτο τὸ πέμπτον τῆς περιουσίας ἐφ’ ἧς ἠγέρθησαν ἀξιώσεις, Πολυδ. Η΄, 39. ΙΙΙ. παρακαβάλλεσθαι ψήφισμα, ἐπισυνάπτειν ψήφισμα εἰς τὴν γινομένην δήλωσιν , Πολύβ. 4. 25, 6.
French (Bailly abrégé)
déposer auprès : ὕλην IL déposer du bois tout auprès ; ζῶμά τινι IL ceindre qqn d’une ceinture.
Étymologie: παρά, καταβάλλω.
English (Autenrieth)
aor. 2 παρακάββαλον: throw down beside one, ‘lay in one's reach,’ Il. 23.167 and 683.
Greek Monolingual
Α
1. ρίχνω κάτω, καταθέτω κάτι πλησίον, ξεφορτώνω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
2. (ως δικανικός όρος) εγείρω ιδιαίτερες αξιώσεις σχετικά με κληρονομιά ή με περιουσία, η οποία δημεύθηκε ή κηρύχθηκε επίδικη καταθέτοντας ταυτόχρονα ένα ποσό χρημάτων ως ενέχυρο («οὑτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς γνήσιος», Δημοσθ.)
3. μέσ. παρακαταβάλλομαι
επισυνάπτω ψήφισμα σε δήλωση που γίνεται («προθέμενοι δὲ τὰς προειρημένας αἰτίας ἐν τῷ δόγματι παρακατεβάλοντο ψήφισμα», Πολ.).
Greek Monotonic
παρακαταβάλλω: μέλ. -καταβᾰλῶ, αόρ. βʹ -κατέβᾰλον, Επικ. -κάββαλον·
I. ρίχνω παραδίπλα, σε Ομήρ. Ιλ.· ζῶμα δέ οἱ παρακάββαλεν, τοποθέτησε την ζώνη σ' αυτόν, στο ίδ.
II. ως Αττ. δικανικός όρος, έχω ειδική περιουσιακή αξίωση, λέγεται όταν ο αιτών είχε προκαταβάλει ποσό που ονομάζεται παρακαταβολή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρακαταβάλλω: (эп. aor. 2 παρακάββαλον)
1) сваливать, складывать (ὕλην Hom.);
2) накидывать, надевать (ζῶμά τινι Hom.);
3) (тж. π. τοῦ κλήρου Dem.) вносить залог в обеспечение своего иска о наследстве Isae.;
4) med. прилагать к своему заявлению проект закона, т. е. вносить в качестве законопроекта, представлять на утверждение (ψήφισμα Polyb.).