προσάββατον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
τό,
A eve of the sabbath, LXXJu.8.6, Ev.Marc.15.42, Bull.Inst.franc. d'Arch.orientale 30.5.
Greek (Liddell-Scott)
προσάββᾰτον: τό, ἡ πρὸ τοῦ Σαββάτου ἡμέρα, ἡ Παρασκευή, (Ἰουδὶθ Η΄, 6), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 42· προσάββατος ἠὼς ἐν Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 19. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
la veille du sabbat.
Étymologie: πρό, σάββατον.
English (Strong)
from πρό and σάββατον; a fore-sabbath, i.e. the Sabbath-eve: day before the sabbath. Compare παρασκευή.
English (Thayer)
προσαββάτου, τό, the day before the sabbath: R G T WH (L Tr text πρός σάββατον (cf. πρός, I:1b.)). (Nonnus, paraph. Ioan. 19,66; Eusebius, de mart. Pal. 6,1).)
Greek Monotonic
προσάββᾰτον: τό, η μέρα πριν το Σάββατο, η παραμονή του Σαββάτου, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσάββατον: τό канун субботы NT.