σελαγέω

From LSJ
Revision as of 03:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελᾰγέω Medium diacritics: σελαγέω Low diacritics: σελαγέω Capitals: ΣΕΛΑΓΕΩ
Transliteration A: selagéō Transliteration B: selageō Transliteration C: selageo Beta Code: selage/w

English (LSJ)

(σέλας)

   A enlighten, illuminate, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε . . γαῖαν Hymn.Is.9:—Pass., beam brightly, σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ πῦρ E. El.714 (lyr.); ὄμμα αἰθέρος σελαγεῖται Ar.Nu.285, cf. 604; also, to be in a blaze, Id.Ach.924sq.    II intr., shine, beam, Opp.C.1.210,3.136.

German (Pape)

[Seite 869] 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσθαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῦρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐθύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῦντα, Opp. Cyn. 1, 210.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰγέω: (σέλας) φωτίζω, καταφωτίζω, ἐλλάμπω, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε ... γαῖαν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 9. - Παθητ., λάμπω, φωτίζω, φέγγω, σελαγεῖτο δ’ ἀν’ ἄστυ πῦρ Εὐρ. Ἠλ. 714· ὄμμα σελαγεῖται Ἀριστοφ. Νεφ. 285, πρβλ. 604 (ἔνθα τὸ σελαγεῖ εἶναι β΄ ἑνικ.)· ὡσαύτως, ἀναφλέγομαι, καίομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 924 κἑξ. ΙΙ. ἀμεταβ., λάμπω, ἀκτινοβολῶ, φεγγοβολῶ, Ὀππ. Κυν. 1. 210., 3. 136.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire briller ; Pass. briller;
2 brûler.
Étymologie: σέλας.

Greek Monotonic

σελᾰγέω: (σέλας), φωτίζω, διαφωτίζω — Παθ., φέγγω, λαμποκοπώ, φεγγοβολώ, λαμπυρίζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σελᾰγέω: 1) освещать, pass. светить, сиять (σελαγεῖσθαι σὺν πεύκαις Arph.);
2) жечь, pass. гореть, пылать; σελαγεῖτο πῦρ ἐπιβώμιον Eur. пылал огонь на жертвеннике.