ὀτρυντύς

From LSJ
Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρυντύς Medium diacritics: ὀτρυντύς Low diacritics: οτρυντύς Capitals: ΟΤΡΥΝΤΥΣ
Transliteration A: otryntýs Transliteration B: otryntys Transliteration C: otryntys Beta Code: o)truntu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ,

   A a cheering on, exhortation, Il.19.234,235, Antim.91. [ῡς, ῠος.]

German (Pape)

[Seite 405] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), «παρακέλευσις, προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
action de pousser, excitation.
Étymologie: ὀτρύνω.

English (Autenrieth)

ύος (ὀτρύνω): encouragement. (Il.)

Greek Monolingual

ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)
παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπήμηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχησ-τύς)].

Greek Monotonic

ὀτρυντύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, παρότρυνση, προτροπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρυντύς: (τῡ), ύος (ῠ) ἡ указание, приказ: ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος Hom. ожидая приказа.

Middle Liddell

a cheering on, exhortation, Il.