σπουδαστικός

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστικός Medium diacritics: σπουδαστικός Low diacritics: σπουδαστικός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: spoudastikós Transliteration B: spoudastikos Transliteration C: spoudastikos Beta Code: spoudastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A zealous, earnest, opp. φιλοπαίσμων, Pl.R.452e; σπουδαστικώτεροι Arist.Rh.1391a25. Adv. -κῶς, ἔχειν Plu.2.613a.

German (Pape)

[Seite 925] eifrig, ernsthaft; Ggstz φιλοπαίσμων, Plat. Rep. V, 452 e; σπουδαστικῶς ἔχειν, Plut. Symp. 1, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστικός: -ή, -όν, ζηλωτής, πρόθυμος, δραστήριος, ἀντίθετον τῷ φιλοπαίγμων, Πλάτ. Πολ. 452Ε· σπουδαστικώτεροι Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 3. - Ἐπίρρ., σπουδαστικῶς ἔχειν Πλούτ. 2. 613Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
grave, sérieux;
Cp. σπουδαστικώτερος.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπουδαστικός, -ή, -όν, ΝΑ σπουδαστός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις σπουδές ή στους σπουδαστές
2. το ουδ. ως ουσ. «το σπουδαστικό»
(στο παρελθόν) ειδική υπηρεσία της ασφάλειας που είχε ως κύρια αποστολή της την παρακολούθηση τών σπουδαστών στα σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας
αρχ.
πρόθυμος, μεθοδικός.
επίρρ...
σπουδαστικῶς Α
με ζήλο, με προθυμία.

Greek Monotonic

σπουδαστικός: -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, πρόθυμος, σοβαρός, επιμελής, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστικός: серьезный, основательный Plat., Arst.