λίνεος

From LSJ
Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίνεος Medium diacritics: λίνεος Low diacritics: λίνεος Capitals: ΛΙΝΕΟΣ
Transliteration A: líneos Transliteration B: lineos Transliteration C: lineos Beta Code: li/neos

English (LSJ)

α, ον, contr. λιν-οῦς, ῆ, οῦν, (λίνον)

   A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λ. cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.

German (Pape)

[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν· (λίνον)· - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.· ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5· ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36· ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84· - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
de lin, fait de lin.
Étymologie: λίνον.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)
βλ. λινούς.

Greek Monotonic

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνηρ. λινοῦς, -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, λινός, Λατ. lineus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λίνεος: стяж. λῐνοῦς 3 льняной (κιθών Her.; ἱμάτιον Plat.; σφαῖρα Arst.): ὅπλα λίνεα Her. льняные канаты.