κήπευμα

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήπευμα Medium diacritics: κήπευμα Low diacritics: κήπευμα Capitals: ΚΗΠΕΥΜΑ
Transliteration A: kḗpeuma Transliteration B: kēpeuma Transliteration C: kipevma Beta Code: kh/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A garden, κηπεύματα Χαρίτων Ar.Av.1100, cf. Apollod.Hist. ap. Ath.15.682d, Dicaearch.1.13.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, das im Garten Gebau'te, das Gartengewächs; Ar. Av. 1095; Ath. XV, 682 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κήπευμα: τό, ἄνθος τοῦ κήπου, κηπεύματα Χαρίτων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1100, πρβλ. Ἀπολλόδ. παρ’ ’Αθην. 682D, Ἑρμάνν. Πονημάτ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plante potagère ou de jardin.
Étymologie: κηπεύω.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κήπευμα) κηπεύω
φυτό που καλλιεργείται σε κήπο, που αναπτύχθηκε σε κήπο, φυτό ή άνθος του κήπου
αρχ.
κήπος.

Greek Monotonic

κήπευμα: -ατος, τό (κηπεύω), λουλούδι του κήπου, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήπευμα -ατος, τό [κηπεύω] tuin.

Russian (Dvoretsky)

κήπευμα: ατος τό садовое растение, цветок (κηπεύματα Χαρίτων Arph.).