ἔντεχνος

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντεχνος Medium diacritics: ἔντεχνος Low diacritics: έντεχνος Capitals: ΕΝΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: éntechnos Transliteration B: entechnos Transliteration C: entechnos Beta Code: e)/ntexnos

English (LSJ)

ον,

   A within the range or province of art, αἱ πίστεις ἔντεχνόν ἐστι μόνον Arist.Rh. 1354a13.    2 furnished or invented by art, artificial, artistic, Pl. Prt.321d, al.; opp. ἄτεχνος, πίστεις Arist.Rh.1355b36; ἡ ἔ. μέθοδος the regular method, ib.a4. Adv. -ως Id.SE172a35 (condemned by Phryn.327 (who however cites Adv. -ῶς from Lys.Fr.314 S.)).    II of persons, skilled, ἔ. δημιουργός a cunning workman, Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e.

German (Pape)

[Seite 856] kunstmäßig, künstlich; σοφία Plat. Prot. 321 d; ἐπιχείρησις Legg. IV, 722 d; πίστεις, Beweise, die durch rhetorische Kunst geführt werden, im Ggstz der ἄτεχνοι, wie Zeugenaussagen u. Documente, Arist. rhet. 1, 2 u. Sp. – Von Personen, kunstgeübt, geschickt, δημιουργός Plat. Legg. X, 903 c; Luc. de merc. cond. 7 u. a. Sp. – Adv. ἐντέχνως, von den Atticisten für τεχνικῶς verworfen, von Phryn. 344 aus Lys. angeführt, Sp., vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντεχνος: -ον, ὁ ἐντὸς τοῦ κύκλου ἢ τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3. 2) ἡ ἔντεχνος σοφία, ἡ ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ τὴν τέχνην, ἡ ἐν τῇ τέχνῃ σοφία, κλέπτει (ὁ Προμηθεὺς) Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρὶ Πλάτ. Πρωτ. 321D, κ. ἀλλ.· ὁ διὰ τέχνης καὶ μεθόδου κατασκευασθείς, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἄτεχνος, Ἀριστ. Ρητ. 1, 2, 2, κτλ., ἡ ἔντεχνος μέθοδος αὐτόθι 1. 1, 11: ― Ἐπίρρ. ἐντέχνως, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 11. 12, πρβλ. Φρύν. 344. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πεπειραμένος, ἔμπειρος, δεξιός, ἔντεχνος δημιουργός, δεξιός, ἐπιδέξιος τεχνίτης, Πλάτ. Νόμ. 903C, πρβλ. Πολιτικ. 300Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui est du domaine de l’art;
2 habile, industrieux;
3 disposé ou travaillé avec art ; ἔντεχνος μέθοδος ARSTT méthode habile ou régulière.
Étymologie: ἐν, τέχνη.

Spanish (DGE)

-ον
I 1técnico, profesional, experto en o sujeto a las reglas de un arte u oficio de pers. πᾶς ἔ. δημιουργός Pl.Lg.903c, cf. Plt.300e, Thphr.HP 9.16.8, junto a τρίβων Luc.Merc.Cond.7, de nombres rel. c. actividades ὁ Προμηθεὺς ... κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί Pl.Prt.321d, δύναμις ref. la actividad guerrera, Pl.Plt.304e, χρῆσις ... καταπλάσματος ... ἔ. Hp.Medic.12, ἡ ἰατρικὴ ἔ. la medicina técnica o científica Anon.Lond.9.32, de la música, Ph.1.591, ἔντεχνον δὲ τὸ τὴν μέσην ἐν ἅπασι τέμνειν ἐμμελές τε tender en todas las cosas al punto medio es una actitud profesional y moderada Plu.2.7b, cf. D.H.Comp.12.6, Ath.256a
c. gen. experto en ἔ. λύρης IUrb.Rom.1154.1 (II/III d.C.)
neutr. subst. τὸ ἔ. técnica, arte τῆς δημιουργίας ref. la creación Hom.Clem.6.19, οὔτι γε τὸ ἔντεχνον διαπονητέον Clem.Al.Paed.3.10.51, τὸ ἔντεχνον τοῦ διαβολικοῦ πολέμου Basil.Ep.139.1.
2 ret. propio o característico de la disciplina retórica, objeto específico de la actividad retórica ἡ μὲν ἔ. μέθοδος περὶ τὰς πίστεις ἐστίν el método propio de la disciplina retórica es el que se refiere a las pruebas por persuasión Arist.Rh.1355a4, cf. 1354a13, op. ἄτεχνος Arist.Rh.1355b36, αἱ ἔντεχνοι πίστεις D.H.Lys.19.1, ἀποδείξεις Ph.1.355, cf. D.H.Rh.10.19.
II adv. -ως
1 hábilmente, de modo diestro o experto τῶν δὲ κυβερνητῶν ἐ. τοῖς οἴαξι χρωμένων manejando los pilotos con destreza los timones D.S.13.45, ἐργάζεσθ' ἐπὶ γαίης ἐ. Orac.Sib.1.58, cf. Tat.Orat.34.8, Longus 3.18.4, Gr.Thaum.Pan.Or.13.23
de modo artístico κόσμιον ἐ. ... κείμενον ἄγγος ISelge 66.1 (III d.C.).
2 ret. técnicamente, con conocimiento del arte o la técnica retórica op. ἄτεχνως Arist.SE 172a35, ἡγούμεθα ... ῥήτορας πάντας ἀνυμνεῖν θεοὺς ἔ. Men.Rh.344, cf. Lys.Fr.314S., Demetr.Eloc.67, Clem.Al.Strom.1.2.20, Anaximen.Rh.1445a29.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔντεχνος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)
2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια της τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις της τέχνης
μσν.- νεοελλ.
προσχεδιασμένος, προμελετημένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος, επιδέξιος.
επίρρ...
έντεχνα (AM ἐντέχνως)
με τέχνη, επιδέξια
μσν.- νεοελλ.
προμελετημένα, προσχεδιασμένα
μσν.
με επάρκεια.

Greek Monotonic

ἔντεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που είναι εντός των ορίων της τέχνης, που εμπίπτει στο πεδίο της, καλλιτεχνικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντεχνος: 1) искусный, умелый (δημιουργός Plat.);
2) требующий технической или специальной подготовки (πίστεις Arst.);
3) искусный, искусно разработанный (μέθοδος Arst.) или сделанный (ἔργον Plut.);
4) сведущий в искусствах (σοφία Plat.).

Middle Liddell

ἔν-τεχνος, ον τέχνη
within the province of art, artificial, artistic, Plat.