Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαπορέω

From LSJ
Revision as of 22:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπορέω Medium diacritics: ἐξαπορέω Low diacritics: εξαπορέω Capitals: ΕΞΑΠΟΡΕΩ
Transliteration A: exaporéō Transliteration B: exaporeō Transliteration C: eksaporeo Beta Code: e)capore/w

English (LSJ)

strengthd. for ἀπορέω, to be in

   A great doubt or difficulty, Plb.4.34.1; τοῖς πράγμασι Arist.Ath.23.1:—Med., ἀπορούμενοι, ἀλλ' οὐκ ἐ. 2 Ep.Cor.4.8: so in aor. Pass. ἐξηπορήθην LXXPs.87(88).15, D.S.24.1, Plu.Alc.5; ἐξαπορηθῆναι ἀργυρίον to be without money, D.H.7.18; τῶν κοινῶν ἐξηπορημένων SIG495.12 (Olbia, iii B. C.), cf. PEleph.2.10 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 871] verstärktes simplex, in großer Verlegenheit, in großer Noth sein, Pol. 4, 34, 1 u. öfter, der noch τοῖς λογισμοῖς hinzusetzt, u. a. Sp. – Auch med. mit aor. pass., οἱ τελῶναι ἐξηπορήθησαν Plut. Alc. 5; ὁπότε ἐξαπορηθεῖεν ἀργυρίου, an Geld, D. Hal. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπορέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἀπορέω, εὑρίσκομαι ἐν μεγάλῃ ἀπορίᾳ, Πολύβ. 4. 34, 1: - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 8· καὶ ἐν παθ. ἀορ. β΄, Διοδ. Ἀποσπ. 507. 89, Πλουτ. Ἀλκ. 5· ἐξαπορηθῆναι ἀργυρίου, εὑρεθῆναι ἐν μεγάλῃ χρηματικῇ ἀνάγκῃ, Διον. Ἁλ. 7. 18· παθ. πρκμ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐξηπόρησα;
être embarrassé, incertain, ne pas savoir que faire;
Moy. ἐξαπορέομαι-οῦμαι (ao. ἐξηπορήθην) m. sign.
Étymologie: ἐξ, ἀπορέω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 desesperar completamente c. dat. τῶν ... στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῖς πράγμασι Arist.Ath.23.1, τοῖς δὲ λογισμοῖς ἐξηπόρουν Plb.1.62.1, abs. ἀπορούμενοι ἀλλ' οὐκ ἐξαπορούμενοι perplejos pero no desesperados 2Ep.Cor.4.8, cf. Plb.20.12.2
en v. med.-pas. mismo sent., c. gen. ἐβαρήθημεν, ὥστε ἐξαπορηθῆναι ἡμᾶς καὶ τοῦ ζῆν nos vimos abrumados hasta el punto de desesperar incluso de seguir con vida 2Ep.Cor.1.8.
2 estar en grandes dificultades ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξαπορήσας ... ἔφησεν Plb.16.34.6, cf. 3.47.9, c. giro prep. οὕτως ἐξηπόρησαν ὑπὸ τῆς ἀλογίας καὶ κακίας τῆς αὑτῶν Plb.4.34.1, οἱ ... κατὰ πάντα τρόπον ἐξαποροῦντες Plb.3.48.4
en v. med.-pas. mismo sent. τῶν κοινῶν ἐξηπορημένων IPE 12.32A.12 (III/II a.C.), ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθεν καὶ ἐξηπορήθην LXX Ps.87.16, τοῦτ' ἀκούσαντες οἱ τελῶναι ἐξηπορήθησαν Plu.Alc.5, ἐξαπορηθέντες δὲ οἱ Ῥωμαῖοι διὰ τὴν καῦσιν τῶν ὀργάνων D.S.24.Fr.2.4.
3 carecer de c. gen. φυλακῆς ἐξαποροῦμεν Them.Or.21.258c
en v. med.-pas. mismo sent., c. ac. de rel. ἐὰν δέ τι ἐξαπορῶνται si sufrieran alguna necesidad económica PEleph.2.10 (III a.C.), ὁπότ' ἐξαπορηθεῖεν ἀργυρίου D.H.7.18.
II tr. confundir, desconcertar τίνα οὐκ ἂν ἐξηπόρησε τοῦτο τὸ τότε ῥηθέν; Chrys.M.58.520.

English (Thayer)

and (so in the Bible) deponent passive ἐξαπορέομαι, ἐξαποροῦμαι; 1st aorist ἐξηπορήθην; "to be utterly at a loss, be utterly destitute of measures or resources, to renounce all hope, be in despair" (cf. ἐκ, VI:6) (Polybius, Diodorus, Plutarch, others): ἀπορέομαι); τίνος of anything: τοῦ ζῆν, Matthiae, ii., p. 828f (τοῦ ἀργυρίου, to be utterly in want of, Dionysius Halicarnassus 7,18; active with the dative of respect, τοῖς λογισμοις, Polybius 1,62, 1; once in the O. T. absolutely, Psalm 88:16>) 16).

Greek Monotonic

ἐξαπορέω: βρίσκομαι σε μεγάλη αμφιβολία ή δυσκολία· ομοίως και στη Μέσ. και στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαπορέω: (aor. pass. в знач. med. ἐξηπορήθην) тж. med. попадать в трудное положение, находиться в большом затруднении (ἐξηπόρησαν ὑπὸ τῆς ἀλογίας τῆς αὑτῶν Polyb.; ἐξαπορηθέντες διά τι Diod.): ταῦτ᾽ ἀκούσαντες ἐξηπορήθησαν Plut. услышав это, они пали духом.

Middle Liddell


to be in great doubt or difficulty: so in Mid. and Pass., NTest., Plut.