καταγνάμπτω
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).
Greek (Liddell-Scott)
καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.
French (Bailly abrégé)
courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.
Greek Monolingual
καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).