κολυμβάω
English (LSJ)
(Dor. -φάω acc. to EM526.2),
A dive, plunge headlong, εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21; εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt.350a, cf. La.193c, Str.17.1.44, etc.; εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300. 2 swim, τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν Act.Ap.27.43, cf. Hippiatr.26.
German (Pape)
[Seite 1476] schwimmen, nach Moeris hellenistisch für νήχομαι; untertauchen, εἰς τὰ φρέατα Plat. Prot. 350 a Lach. 193 c; Sp. – S. das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβάω: «βουτῶ», πίπτω εἴς τι μέρος κατακέφαλα, Λατιν. urinari, εἰς τὸν Τάρταρον Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 21· εἰς τὰ φρέατα Πλάτ. Πρωτ. 350Α, πρβλ. Λάχ. 193C, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.· ― πίπτω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 27. 43 (διάφ. γρ. ἐκκολυμβάω).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
nager, plonger, s’enfoncer.
Étymologie: κόλυμβος.
English (Strong)
from kolumbos (a diver); to plunge into water: swim.
English (Thayer)
κολυμβω; to dive, to swim: Plato, Prot., p. 350a.; Lach., p. 193c., and in later writings) (Compare: ἐκκολυμβάω.)
Greek Monotonic
κολυμβάω: μέλ. -ήσω, βουτώ στη θάλασσα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολυμβάω [κόλυμβος] duiken; ook zwemmen. NT.
Russian (Dvoretsky)
κολυμβάω: нырять, погружаться (εἰς τὰ φρέατα Plat.): ὁ κολυμβῶν Arst. пловец, водолаз.