οἰκοδομία

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδομία Medium diacritics: οἰκοδομία Low diacritics: οικοδομία Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΙΑ
Transliteration A: oikodomía Transliteration B: oikodomia Transliteration C: oikodomia Beta Code: oi)kodomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = -δόμησις 1, IG12.338.15 (prob.), Democr.154, Th. 1.93, Pl.Lg.804c, PHal.1.181 (iii B. C.).    II building, edifice, Th. 2.65 (pl.), Pl.Lg.758e, 759a, al.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδομία: ἡ, = οἰκοδόμησις, Θουκ. 1. 93., 2. 65, Πλάτ. Νόμ. 804C, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 974Α, πρβλ. Poppo εἰς Θουκ. 1, σ. 243. ΙΙ. οἰκοδόμημα, Πλάτ. Νόμ. 758Ε, 759Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. οἰκοδόμησις.

English (Strong)

from the same as οἰκοδομή; confirmation: edifying.

English (Thayer)

ὀικοδομιας, ἡ (οἰκοδομέω) (the act of) buliding, erection (Thucydides, Plato, Polybius, Plutarch, Lucian, etc.; but never in the Sept.); metaphorically, οἰκοδομίαν Θεοῦ τήν ἐν πίστει, the increase which God desires in faith (see οἰκοδομή), bez elz; but see οἰκονομία. Not infrequent οἰκονομία and οἰκοδομία are confounded in the manuscripts; see Grimm on 4 Maccabees , p. 365, cf. Hilgenfeld, the Epistle of Barnabas, p. 28; (D'Orville, Chariton 8,1, p. 599).

Greek Monolingual

οἰκοδομία, ἡ (Α) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. οικοδόμηση («καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία... ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο», Θουκ.)
2. οικοδόμημα.

Greek Monotonic

οἰκοδομία: ἡ,
1. = οἰκοδόμησις, σε Θουκ.
2. κτίριο, οικοδομή, οικοδόμημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδομία: ἡ Thuc., Xen., Plat. = οἰκοδόμησις.

Middle Liddell

οἰκοδομία, ἡ,
1. = οἰκοδόμησις, Thuc.
2. a building, edifice, Plat.