παροικοδόμημα
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ατος, τό,
A partition wall, Arist.PA672b19. II building beside a road, prob.cj. in D.C.68.15(pl.).
German (Pape)
[Seite 525] τό, ein Nebengebäude, Arist. partt. anim. 3, 10, übertr.
Greek (Liddell-Scott)
παροικοδόμημα: τό, διάφράγμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 3.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροικοδομώ
1. οικοδόμημα κτισμένο κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα
2. μεσότοιχος, χώρισμα, διάφραγμα
3. οικοδόμημα δίπλα σε δρόμο.
Russian (Dvoretsky)
παροικοδόμημα: ατος τό средостение, перегородка Arst.