συκάμινον

From LSJ
Revision as of 08:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκᾰμινον Medium diacritics: συκάμινον Low diacritics: συκάμινον Capitals: ΣΥΚΑΜΙΝΟΝ
Transliteration A: sykáminon Transliteration B: sykaminon Transliteration C: sykaminon Beta Code: suka/minon

English (LSJ)

τό,

   A fruit of the συκάμινος, mulberry, Amphis 38, Arist.Rh.1413a21, Diocl.Fr.140, LXX Am.7.14; its juice was used by women as a wash, Eub.98.2, Philippid. 19.1.    II = συκόμορον, Dsc.1.127.    III = σῦκον 11, Sch.Ar.Ra. 1278.    IV a disease of horses, Hippiatr.127.

German (Pape)

[Seite 973] τό, die Frucht der συκάμινος, die Maulbeere; ihr Saft diente den Frauen als Schminke, Eubul. bei Ath. XIII, 557 f u. Philippides bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, ὁ καρπὸς τῆς συκαμίνου, τὸ μόρον, κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ μέλαν) καὶ λευκόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mûre, fruit.
Étymologie: συκῆ.

Spanish

mora

Greek Monotonic

σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, καρπός του δέντρου συκάμινος, μούρο, Λατ. morum, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σῡκάμῑνον: (ᾰ) τό тутовая ягода Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκάμινον -ου, τό moerbei.