καλαμίτης
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = καλάμινος, reed-like, στύραξ Alex.Trall.5.4, al., Aët.1.133. II ὁ κ. ἥρως, perh. the hero of the probe or, of the splints, nickname of Aristomachus, a surgeon who had a statue at Athens, called ὁ ἥρως ὁ ἰατρός, D.18.129, cf. 19.249.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, = καλάμινος, Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.
Greek Monolingual
ο (Α καλαμίτης)
νεοελλ.
1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν εκλείψει
αρχ.
όμοιος με καλάμι ή κατασκευασμένος από καλάμι, καλάμινος
2. φρ. «ὁ καλαμίτης ἥρως» — κωμική προσωνυμία του χειρουργού Αριστομάχου, που ανδριάντας του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος κωμικώς «ὁ ἥρως ὁ ἰατρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ίτης (πρβλ. ζευγ-ίτης, λικν-ίτης). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. calamites < καλαμίτης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλαμίτης -ου [κάλαμος] van het riet:. ὁ κ. ἥρως de held van het riet (missch. ‘van de spalk’?, bijnaam van de arts Aristomachus) Dem. 18.129.