πρηών

Revision as of 00:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. πρών.

German (Pape)

[Seite 700] ῶνος, ὁ, vorspringender Felsen, Bergspitze, jäh abschüssiger Berg; Hes. Sc. 437 u. sp. D., wie Coluth. 14. 102. Vgl. πρών, πρεών.

Greek (Liddell-Scott)

πρηών: -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. τύπος τοῦ πρών, ὡς δ’ ὅτ’ ἀπὸ μεγάλου πέτρη πρηῶνος ὀρούσῃ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 437, πρβλ. Κόλουθ. 14 καὶ 102, Νικ. Ἀλεξιφ. 104· δοτ. πληθ. πρηόσιν ἐν Καλλ. Ἀρτέμ. 52· ― πρβλ. πρεών.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
roche escarpée, pic ; colline.
Étymologie: épq. c. πρών.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
(επικ. τ.) βλ. πρών.

Greek Monotonic

πρηών: -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί πρών, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πρηών: ῶνος ὁ
1) обрывистая скала, утес Hes.;
2) холм Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρηών -ῶνος, ὁ zie πρών.

Frisk Etymological English

See also: s. πρών.

Middle Liddell

πρηών, ῶνος, ὁ, [epic for πρών, Hes.]