ἔγερσις
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
εως, ἡ,
A awaking, Hp.Coac.82; personified in Emp.123.1: pl., Phld.Rh.2.206S., Polyaen.2.2.6: metaph., ἡ τοῦ θυμοῦ ἔ. Pl.Ti. 70c, Arist.EN1116b30. b awaking from death, Ev.Matt.27.53; recovery, ἐκ τοῦ πάθεος Aret.SA2.11. 2 raising, erection, τειχίων Hdn.8.5.4 (pl.), cf. Men.Eph. ap. J.AJ8.5.3.
German (Pape)
[Seite 703] ἡ, das Erwecken; Hippocr.; vom Tode, N. T.; Erregen, θυμοῦ Plat. Tim. 70 c; Arist. Eth. 3, 11; auch τειχῶν, Aufführung, Hdn. 8, 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγερσις: -εως, ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· οὕτως, ἡ τοῦ θυμοῦ ἔγ. Πλάτ. Τίμ. 70C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10· - τὸ ἐγείρεσθαι ἐκ νεκρῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 53. 2) ἀνέγερσις, οἰκοδόμησις, τειχίων Ἡρόδ. 8. 5, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 érection, construction;
2 action d’éveiller ; réveil ; résurrection ; fig. excitation.
Étymologie: ἐγείρω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1despertar, acción de salir del sueño ἐγέρσει ἤγειρεν τοὺς φυλάσσοντας LXX Id.7.19, cf. Arist.HA 635a38, Aristeas 160, Διὸς ἔ. al principio del canto XV de la Ilíada Tab.Il.14.5, αἰφνίδιος ... ἐξ ὕπνου ἔ. Orib.Ec.46.4, cf. Clem.Al.Strom.5.14.105
•personif. Εὐναίη καὶ Ἔγερσις Emp.B 123.1, como uno de los elementos de la Creación, op. ὕπνος Orac.Sib.8.451.
2 fig. de las capacidades intelectuales despertar, avivamiento τοῦ θυμοῦ Pl.Ti.70c, Arist.EN 1116b30, κάθαρσις ἡ ἔ. ἐκ τῶν ἀτόπων εἰδώλων Plot.3.6.5, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἔ. ἀνάτασις ὑπὸ τῆς ψυχῆς Procl.in R.1.181, τὰ δὲ νοήματα τοῦ νοῦ ... λέγονται ... ἐγέρσεις Origenes M.17.237B, de forma relig. o mística, del ojo del alma, op. μύσις Origenes Cels.7.39.
3 vigilia, estado de vigilia τοῦ γὰρ μεταξὺ τῆς ἐγέρσεως ὄντος ὀλίγου χρόνου siendo breve el intervalo en medio del estado de vigilia Arist.Pr.900b36
•vigilia, guardia προσέταξεν ἐν τοῖς ὅπλοις διατελεῖν καὶ τὰς ἐγέρσεις ποιεῖσθαι πυκνάς Polyaen.2.2.6.
4 resurrección ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ Eu.Matt.27.53, ἡ ἔ. ἐκ νεκρῶν Iren.Lugd.Haer.1.10.1, σώματος νεκροῦ PMag.13.277, cf. Gr.Nyss.9.268, Basil.M.31.1681A.
II medic.
1 vigilia, insomnio ocasionado por la enfermedad ταραχώδεες ... ἐγέρσεις Hp.Coac.82, κῶμα δὲ καὶ καταφορὴ καὶ πάλιν ἔ. Hp.Epid.3.17.11.
2 recuperación, vuelta en sí ὠκίστη ἐκ τοῦ πάθεος ἡ ἔ. Aret.SA 2.11.5, cf. Hsch.s.u. ὀρεταί.
III c. idea mov. hacia arriba
1 expansión ἔ. τῆς ἀρτηρίας percibida al tomar el pulso, Archig. en Gal.8.509
•elevación τῶν κυμάτων Sch.Er.Il.7.63b.
2 arq. erección, levantamiento τοῦ οἴκου τοῦ κυρίου LXX 1Es.5.59, τειχίων Hdn.8.5.4, cf. Thdt.HE 1.17.6.
English (Strong)
from ἐγείρω; a resurgence (from death): resurrection.
English (Thayer)
ἐγερσεως, ἡ (ἐγείρω "a rousing, excitation:" τοῦ θυμοῦ, Plato, Tim., p. 70c.; a rising up, resurrection from death; Matthew 27:58.
Greek Monolingual
η
βλ. έγερση.
Greek Monotonic
ἔγερσις: -εως, ἡ, ξύπνημα από τον ύπνο, σε Πλάτ.· έγερση, ανάσταση από τους νεκρούς, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἔγερσις: εως ἡ
1) пробуждение, возбуждение (θυμοῦ Plat., Arst.);
2) воскресение NT.