διχοστατέω

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχοστᾰτέω Medium diacritics: διχοστατέω Low diacritics: διχοστατέω Capitals: ΔΙΧΟΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: dichostatéō Transliteration B: dichostateō Transliteration C: dichostateo Beta Code: dixostate/w

English (LSJ)

(στῆναι)

   A stand apart, disagree, ὄξος τ' ἄλειφά τ' . . διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις A.Ag. 323; δ. λάχη Id.Eu.386 (lyr.); λόγος S.Fr.867; δ. πρός τινα E.Med. 15, Pl.R.465b.    II feel doubts, Alex.Aphr.Pr.Praef.

German (Pape)

[Seite 647] auseinander treten, sich veruneinigen, Aesch. Ag. 314; πρός τινα, Eur. Med. 15; λόγος Soph. frg. 746; Plat. Rep. V 465 b. Auch = mit sich selbst uneins, unentschlossen sein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχοστᾰτέω: (στῆναι) ἵσταμαι χωρίς, διαφωνῶ, διχοστατῶν λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. πρός τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. τρέφω ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être séparé de, gén. ; fig. être en dissentiment, en désaccord : πρός τινα avec qqn.
Étymologie: δίχα, ἵστημι.

Spanish (DGE)

(δῐχοστᾰτέω) 1 estar en desacuerdo, ser discordante, disentir ὄξος τ' ἀλειφά τ' ἐγχέας ταὐτῷ κύτει διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις si viertes vinagre y aceite en una misma vasija deberías llamarlos enemigos en discordia A.A.323, διχοστατῶν λόγος σύγκολλα τἀμφοῖν ἐς μέσσον τεκταίνεται S.Fr.867, ἢν διχοστατῇ πόλις E.Fr.173, cf. Str.5.4.7, γῆ ... μὴ διχοστατοῦσα una tierra sin disensiones 1Ep.Clem.20.4, c. gen. λάχη θεῶν διχοστατοῦντ' A.Eu.386, c. πρός y ac. ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ E.Med.15, πρὸς τούτους ἢ πρὸς ἀλλήλους Pl.R.465b, ἀδελφοὶ πρὸς ἀλλήλους Str.14.5.2, cf. D.C.17.3.
2 vacilar, dudar c. or. complet. ὅσοι δὲ διχοστατοῦσιν, εἰ ... Alex.Aphr.Pr.1 praef.
abs. tener dudas Herm.Sim.8.7.2.

Greek Monotonic

δῐχοστατέω: μέλ. -ήσω (στῆναι), διαφωνώ, έρχομαι σε αντίθεση, σε Αισχύλ.· πρόςτινα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διχοστᾰτέω:
1) расходиться, разделяться (ὄξος τ᾽ ἄλειφά τ᾽ διχοστατοῦντα Aesch.);
2) расходиться во мнениях, быть в разладе (πρός τινα Eur., Plat.).

Middle Liddell

στῆναι
to stand apart, disagree, Aesch.; πρός τινα Eur.