ἕωσπερ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
strengthd. for ἕως, Th.7.19, Pl.Phdr.243e, v.l. in D.25.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1135] auch getrennt geschrieben, so lange als nur, bis, in den Constructionen wie ἕως, Plat. Phaedr. 243 e Apol. 29 d u. öfter,
Greek (Liddell-Scott)
ἕωσπερ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἕως, ἔτι καὶ ἕως, Θουκ. 7. 19, Πλάτ., κλ.
French (Bailly abrégé)
ou ἕως περ;
conj.
aussi longtemps que, tant que ; se construit comme ἕως.
Greek Monolingual
ἕωσπερ (Α)
επιτ. τ. του ἕως (I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (I) + περ «βέβαια, ακριβώς»].
Greek Monotonic
ἕωσπερ: επιτετ. αντί ἕως, έως, μέχρι, ώσπου, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἕωσπερ: (intens. к ἕως II) до тех пор пока, все время как, пока только: ἕ. ἂν ᾖς ὃς εἶ Plat. пока ты будешь таким, каким являешься; ἕ. ἔφθασεν ἑσπέρα γενομένη Xen. до тех пор, пока не надвинулся вечер; ἕ. ἂν ἐκτίσῃ Dem. вплоть до уплаты (долга).