συμμένω

From LSJ
Revision as of 11:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμένω Medium diacritics: συμμένω Low diacritics: συμμένω Capitals: ΣΥΜΜΕΝΩ
Transliteration A: symménō Transliteration B: symmenō Transliteration C: symmeno Beta Code: summe/nw

English (LSJ)

   A hold together, keep together, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Arist.Metaph.1077a24; of an army, Th.7.80, Isoc.4.148, D.8.46; of two states, οὕτω . . μάλιστα συμμένοιμεν ἄν X.HG7.1.2; of persons, PAmh.2.124.1 (ii A.D.).    2 of treaties or agreements, hold, stand fast, continue, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Hdt.1.74; ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Th.1.18; ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν Id.8.73; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Pl.Phdr.232b, cf. Arist.EN1133a12; τῷ ἀντιποιεῖν . . σ. ἡ πόλις ib.1132b34: cf. μένω 1.5.

German (Pape)

[Seite 981] (s. μένω), mit, zugleich, zusammen bleiben, verbleiben, ausdauern, Bestand haben; Her. 1, 74; ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία, Thuc. 1, 18; ἡ φιλία, Xen. Hell. 7, 1, 2; χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν, Plat. Phaedr. 232 b; Isocr. 4, 148; ὅπως τὸ συνεστηκὸς τοῦτο συμμενεῖ στράτευμα, Dem. 8, 46; Sp., wie Pol. 1, 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

συμμένω: μένω ὁμοῦ, διατηροῦμαι, αἴτιον τοῦ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 2, 13· ἐπὶ στρατοῦ, Θουκ. 7. 80, Ἰσοκρ. 71C, Δημ. 101. 7· ἐπὶ δύο πόλεων, οὕτω… μάλιστα συμμένοιμεν ἂν (δηλ. ἡ φιλία) Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 2. 2) ἐπὶ συνθηκῶν ἢ συμφωνιῶν, διαμένω, διαρκῶ, συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι συμμένειν Ἡρόδ. 1. 74· ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Θουκ. 1. 18· ἡ ἀρχὴ ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν ὁ αὐτ. 8. 73· χαλεπὸν φιλίαν συμμένειν Πλάτ. Φαῖδρ. 232Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 6· τῷ ἀντιποιεῖν... σ. ἡ πόλις αὐτόθι 8. 5, 5· πρβλ. μένω Ι. 5.

French (Bailly abrégé)

rester uni, compact ; abs. rester ferme, consistant.
Étymologie: σύν, μένω.

Greek Monolingual

ΜΑ μένω
μένω κάπου μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἐκ τοῡ οἴκου ἔνθα συνέμμενεν αὐτοῑς», Μαλάλ.
β. «τὸ μὲν Νικίου στράτευμα... ξυνέμενέ τε καὶ προύλαβε αὐτῷ», Θουκ.)
αρχ.
1. διατηρούμαι μαζί με κάτι άλλο («αἴτιον τοῡ ἓν εἶναι καὶ συμμένειν», Αριστοτ.)
2. (για συνθήκες ή συμφωνίες) διαρκώ.

Greek Monotonic

συμμένω: μέλ. -μενῶ, συναθλούμαι, μένω μαζί, διατηρούμαι, συγκρατούμαι, σε Θουκ. κ.λπ.· λέγεται για συνθήκες ή συμφωνίες, τηρώ, διατηρώ, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμμένω:
1) оставаться вместе, держаться сплоченно: στράτευμα ξυνέμενέ τε καὶ προὔλαβε Thuc. армия сплоченной массой продвигалась вперед; τῶν στρατιωτῶν συμμεινάντων Isocr. так как воины держались сплоченно;
2) сохраняться, длиться, продолжаться Her., Plat., Arst.: ὀλίγον χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία Thuc. недолго продолжалось боевое содружество (Афин и Спарты); τὸ ἓν εἶναι καὶ σ. Arst. составлять неразрывное и постоянное единство.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μένω, Att. ξυμμένω bijeenblijven, in stand blijven, standhouden:. συμβάσιες ἰσχυραὶ οὐκ ἐθέλουσι σ. krachtige overeenkomsten plegen niet lang in stand te blijven Hdt. 1.74.4; ἡ ἀρχὴ αὐτοῖς ἐς τοῦτο ξυνέμεινεν hun heerschappij bleef tot dat moment in stand Thuc. 8.73.4.

Middle Liddell

fut. μενῶ
to hold together, keep together, Thuc., etc.: of treaties or agreements, to hold, continue, Hdt., Thuc.