σιτοποιέω
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
A prepare corn for food, make bread, E.Tr.494; τὸ πτίσσειν καὶ ἀλήθειν καὶ σ. Sor.1.93; σ. τισί give victuals to... X. Cyr.4.4.7:—Pass., to be made into bread, ἀπὸ τοῦ -ηθέντος σίτου PCair.Zen.4.23 (iii B.C.). II Med., prepare food for oneself, X.Cyr.6.2.31; take food, ib.1.6.36.
German (Pape)
[Seite 886] Getreide zubereiten, mahlen u. dgl., auch Kost. Nahrung bereiten, Eur. Troad. 494, τινί, Xen. Cyr. 4, 4, 7; u. im med., ib. 6, 2, 31, sich Speise zubereiten; auch Nahrung zu sich uehmen, essen, 1, 6, 36.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοποιέω: παρασκευάζω καταλλήλως σῖτον πρὸς τροφήν, κατασκευάζω ἄρτον, Εὐρ. Τρῳ. 494· σ. τινι, παρέχω τροφὰς εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 7. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζω τροφὴν δι’ ἐμαυτόν, αὐτόθι 6. 2, 31· λαμβάνω τροφήν, αὐτόθι 1. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire du pain, préparer de la nourriture : τινι à qqn;
Moy. σιτοποιέομαι-οῦμαι;
1 se préparer de la nourriture;
2 prendre de la nourriture.
Étymologie: σιτοποιός.
Greek Monotonic
σῑτοποιέω: μέλ. -ήσω, προετοιμάζω το σιτάρι καταλλήλως προκειμένου να γίνει τροφή, παρασκευάζω ψωμί, ζυμώνω, μαγειρεύω, σε Ευρ.· σιτοποιέω τινί, παρέχω τρόφιμα στον καθένα, σε Ξεν. — Μέσ., ετοιμάζω φαγητό για τον εαυτό μου, λαμβάνω τροφή, γευματίζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σῑτοποιέω:
1) готовить хлеб или приготовлять пищу Eur.: χειρομύλαις σιτοποιεῖσθαι Xen. приготовлять себе муку на ручных мельницах;
2) давать пропитание (τινι Xen.);
3) med. принимать пищу, питаться Xen.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτοποιέω [σῖτος, ποιέω] brood maken, voedsel bereiden.
Middle Liddell
σῑτοποιέω, fut. -ήσω [from σῑτοποιός]
to prepare corn for food, to make bread, Eur.; ς. τινί to give victuals to any one, Xen.:—Mid. to prepare food for oneself, take food, Xen.