ἀπέκδυσις
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting off (likeclothes), ib.11.
German (Pape)
[Seite 285] ἡ, das Ausziehen, Ablegen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, ἀπόρριψις, ἀποβολὴ (π. χ. ἐνδύματος), Ἐπιστ. πρὸς Κολασσ. β΄, 11, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se dépouiller de.
Étymologie: ἀπεκδύομαι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de despojarse, desnudarse ἐν τῇ ἀ. τοῦ σώματος τῆς σαρκός Ep.Col.2.11, ἐν τῇ ἀ. τοῦ παλαιοῦ χιτῶνος Gr.Nyss.Hom.in Cant.372.10.
English (Strong)
from ἀπεκδύομαι; divestment: putting off.
English (Thayer)
ἀπεκδυσεως, ἡ (ἀπεκδύομαι, which see), a putting off, laying aside: Colossians 2:11. (Not found in Greek writings.)
Greek Monotonic
ἀπέκδῠσις: -εως, ἡ, απόρριψη, αποβολή, απογύμνωση (όπως συμβαίνει με τα ενδύματα), σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀπέκδῠσις: εως ἡ совлечение, снятие NT.
Middle Liddell
[from ἀπεκδύομαι
a putting off (like clothes), NTest.
Chinese
原文音譯:¢pškdusij 阿普-誒克-低西士詞類次數:名詞(1)
原文字根:從-出去-滑脫(著)
字義溯源:脫除,脫去,排除;源自(ἀπεκδύομαι)=完全脫去);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἐκδύω)=脫去)組成;其中 (ἐκδύω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自 (δυσφημία)X*=沉
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 脫去(1) 西2:11