ἱερόχθων

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόχθων Medium diacritics: ἱερόχθων Low diacritics: ιερόχθων Capitals: ΙΕΡΟΧΘΩΝ
Transliteration A: hieróchthōn Transliteration B: hierochthōn Transliteration C: ierochthon Beta Code: i(ero/xqwn

English (LSJ)

poet. ἱρ-, ὁ, ἡ, gen. ονος,

   A of hallowed soil, βῶλος IG14.1389ii27.

German (Pape)

[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.

Greek Monolingual

ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό-χθων, ιππό-χθων].

Greek Monotonic

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).

Middle Liddell

of hallowed soil, Anth.