ἡδυλόγος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.
Greek Monolingual
ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικός («ἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ. ὁ ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].
Greek Monotonic
ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, -ον,
1. αυτός που έχει ευχάριστη φωνή, που μιλά με γλυκά λόγια, σε Πίνδ., Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κολακευτικός, θωπευτικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδῠλόγος: дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)
1) сладкоречивый, вкрадчивый (κόπις Λαερτιάδης Eur.; σοφία Timon ap. Sext.);
2) сладкозвучный, нежно певучий (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; γλῶσσα Anth.).
Middle Liddell
1. sweet-speaking, sweet-voiced, Pind., Anth.
2. of persons, flattering, fawning, Eur.