διαμάω
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
fut. -ήσω,
A to cut through, χιτῶνα Il.3.359; λευκὴν παρηΐδα E.El.1023; διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374 (tm.). II scrape or clear away, δακτύλοις δ. χθόνα E.Ba.709:—also in Med., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Th.4.26; τὴν χιόνα Plb.3.55.6; τὴν ψάμμον J.AJ3.1.3.
German (Pape)
[Seite 589] (s. ἀμάω), durchmähen, durchschneiden, durchstoßen, durchhauen. Hom. ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπἀρην διάμησε χιτῶνα
Greek (Liddell-Scott)
διαμάω: μέλλ. -ήσω, κόπτω διὰ μέσου, διασχίζω, χιτῶνα Ἰλ. Γ. 359· λευκὴν παρηΐδα Εὐρ. Ἠλ. 1023· διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ., 374· - σκαλίζω, διασκάπτω, δακτύλοις δ. χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 709, ἔνθα ἴδε Ἐλμσλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα Θουκ. 4. 26· τὴν χιόνα Πολύβ. 3. 55, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déchirer, creuser.
Étymologie: DELG sans doute διά, ἀμάω « moissonner, couper ».
English (Autenrieth)
aor. διάμησε: cut through, Il. 3.359 and Il. 7.253.
Spanish (DGE)
1 rasgar, cortar, ἔγχος ... διάμησε χιτῶνα Il.3.359, Ἰφιγόνης παρηίδα E.El.1023, τόνδε μέσον διὰ λαιμὸν ἀμῆσαι A.R.4.374, Πενθεσίλειαν ... διάμησεν ... Πηλείδης Q.S.1.620, cf. Hsch.s.uu. διαμῆσαι, διάμησε.
2 arañar, escarbar ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα E.Ba.709, τὴν (γῆν) δὲ σκαλίσι τὰς γυναῖκας διαμώσας πλύνειν y las mujeres escarbando (la tierra) con sachos, la lavan Str.3.2.9, cf. Hsch.
•en v. med. mismo sent. τὸν κάχληκα Th.4.26, cf. Arr.An.6.26.5, τὴν ... χιόνα Plb.3.55.6, τὴν ψάμμον I.AI 3.10, App.Pun.40, τὴν ἄμμον D.C.Epit.9.23.2, cf. Hsch.
•fig. τῶν ναμάτων τὰ διαφανῆ τε καὶ καθαρὰ ... διαμώμενοι Them.Or.21.250b.
Greek Monotonic
διαμάω: μέλ. -ήσω,
1. κόβω πέρα-πέρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
2. σκαλίζω, γρατσουνίζω, διασκάπτω, στον ίδ. — Μέσ., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα, το χαλίκι έχει αποτριφτεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμάω:
1) разрывать, рассекать, разрубать (χιτῶνα Hom.);
2) расцарапывать (παρηΐδα Eur.);
3) разгребать, раскапывать (ἄκροισι δακτύλοισι χθόνα Eur.; med.: τὸν κάχληκα Thuc.; χιόνα Polyb.; ταῖς χερσὶ τὴν γῆν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αμάω ook med. stuk scheuren, openkrabben:. διήμησ ’ Ἰφιγόνης παρηίδα hij sneed de hals van Iphigone door Eur. El. 1023; ἄκροισι δακτύλοισι διαμῶσαι χθόνα met de vingertoppen in de grond graven Eur. Ba. 709.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to cut through, Il., Eur.
2. to scrape away, Eur.; Mid., διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα to get the gravel scraped away, Thuc.