ἔνδιος

From LSJ
Revision as of 17:38, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδιος Medium diacritics: ἔνδιος Low diacritics: ένδιος Capitals: ΕΝΔΙΟΣ
Transliteration A: éndios Transliteration B: endios Transliteration C: endios Beta Code: e)/ndios

English (LSJ)

ον,

   A at midday, at noon (but ἔνδιον τὸ δειλινόν Plu.2.726e), ἔνδιος δ' ὁ γέρων ἦλθ' Od.4.450; ἔνδιοι ἱκόμεσθα Il.11.726; ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Theoc.16.95; ἔνδῑον Κυνὸς ἄσθμα AP10.12; ἄλκαρ ἴδεος ἐνδίοιο Call.Fr.124; ἔνδῐον ἦμαρ ἔην A.R.4.1312; but also ἐνδίοις· ὀρθρίνοις (ὀρθηνίοις cod.), Hsch.    2 in the daytime, Arat.498; ἔ. οἰνοπότης AP7.703 (Myrin.).    3 from the sky, ὕδωρ Arat.954; hanging in mid-air, ἀκρεμόνες AP9.71 (Antiphil.).    II Subst. ἔνδιον, τό, noon, ποτὶ τὤνδιον Call.Cer.39 (also in masc., δείελος ἀλλ' ἢ νὺξ ἢ ἔνδιος ἢ ἔσετ' ἠώς Id.Hec.1.4.1).    2 evening, ἐς ἔνδῑον A.R. 1.603, cf. Plu. l. c. [ῑ Hom.; ῑ and ῐ later (v. supr.).] (From ἐν δῐϝῐ, cf. Skt. div- 'daylight, sky', Lat. diu 'by day'.)

German (Pape)

[Seite 834] ον (Ζεύς, Διός, sub dio), 1) mittäglich, zur Mittagszeit; ἔνδιος ἦλθεν, er kam um Mittag, Od. 4, 450 (auf 400 bezüglich, wo es heißt ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει); vgl. Il. 11, 726; ἐς ἔνδιον, gegen Mittag, Ap. Rh. 1, 603, vgl. 4, 1312 ἔνδιον ἦμαρ ἔην, περὶ δ' ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην, Myrin. 3 (VII, 703). – 2) im Freien, unter freiem Himmel, wie auch Myrin. 3 erkl. werden kann; ἀκρέμονες Antiphil. 12 (IX, 71); ποιμένες Theocr. 16, 95. Auch vom Himmel, Arat. 498; ὕδωρ, das vom Himmel fallende Wasser, Regen, id. 954. [Ap. Rh. u. Anth. ι kurz].

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδῑος: -ον, (ἐκ τῆς ἐν καὶ Διός, πρβλ. Λατ. sub divo, sub Jove)· περὶ μεσημβρίαν, ἔνδιος δ’ ὁ γέρων ἦλθ’ ἐξ ἁλὸς Ὀδ. Δ. 450· ἔνδιοι ἱκόμεσθ’ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο Ἰλ. Λ. 726· ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένος Θεόκρ. 16, 95· ἔνδῐον ἧμαρ ἔην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· μετὰ προθέσ., ἐς ἔνδῑον, μέχρι μεσημβρίας, ὁ αὐτ. Λ. 603· ποτὶ τὤνδιον Καλλίμ. εἰς Δήμ. 39. ΙΙ. ἐν ὑπαίθρῳ, Ἄρατ. 498, 954· πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 703., 9. 71· ἐντεῦθεν ἐνδιάζω. ῐ μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικ. Ποιητ., ἴδε ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient ou se fait au milieu du jour.
Étymologie: ἐν, R. ΔιϜ briller, cf. Διός, Διΐ, Δία = lat. dies.

English (Autenrieth)

(cf. Διός): at midday, Od. 4.450 and Il. 1.726.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-δῑ- sólo en Hom. y Theoc.]

• Morfología: [jón. gen. ἐνδίοιο Arat.954, Call.Fr.304]
I 1como pred. y gener. a plena luz del día, a la luz del sol ἔνδιοι ἱκόμεσθ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο Il.11.726, ἔ. δ' ὁ γέρων ἦλθ' ἐξ ἁλός Od.4.450, cf. Call.Fr.522, τέττιξ ποιμένας ἐνδίους πεφυλαγμένους Theoc.16.95, de cosas πέντε μὲν (μέρη) ἔνδια στρέφεται καθ' ὑπέρτερα γαίης Arat.498, ἔνδιοι ἀκρεμόνες de las ramas de un roble que, estando ellas al sol, dan una buena sombra AP 9.71 (Antiphil.).
2 del mediodía ἶδος ἔνδιον Call.Fr.304, ἔ. οἰνοπότης bebedor de mediodía, e.e., bebedor que bebe al mediodía, AP 7.703 (Myrin), c. palabras que indican tiempo ἔνδιον ἦμαρ ἔην era la hora del mediodía A.R.4.1312.
3 que viene del aire, del cielo ὕδωρ ἔνδιον ref. la lluvia, Arat.954.
II subst.
1 ὁ ἔ., τὸ ἔ., τὰ ἔνδια el pleno día, el mediodía ὄφρα μὲν οὖν ἔ. ἔην ἔτι, θέρμετο δὲ χθών Call.Fr.238.15, ἀλλ' ἢ νὺξ ἢ ἔ. ἢ ἔσετ' ἠώς Call.SHell.288.55
neutr. ἔνδιον como ac. adverb. de tiempo ἐς ἔνδιον hasta el mediodía A.R.1.603, ποτὶ τὤνδιον al mediodía Call.Cer.38, ἔνδιον δὲ φυγόντες huyendo del calor del mediodía, AP 10.12.
2 como locución adv. κατ' ἔνδια, ἐς ἔνδια en el espacio central, en el centro Χριστὲ μάκαρ, σὺ δὲ σεῖο κατ' ἔνδια χεῖρα τανύσσας Paul.Sil.Soph.193
κατ' ἔνδια μέσσα en medio, en medio de ἔστι τις εὐρυπόροιο κατ' ἔνδια μέσσα μελάθρου ... πύργος Paul.Sil.Ambo 50, cf. 229, ἀνὰ Φρύγα χῶρον ἐς ἔνδια Μυγδόνος ἄκρης Paul.Sil.Ambo 138.
3 τὸ ἔ. espacio, morada, sede, lugar de residencia frec. en lugares abiertos o naturales σοὶ δὲ Λυκαονίη ἔνδιον sobre una tumba IG 5(1).730.14 (Esparta II d.C.), ἔνδιον αὐτόρριζον ὀρεσσαύλοιο μελάθρου morada que es la raíz misma del montuoso palacio de la gruta de Juan Bautista, Nonn.Par.Eu.Io.1.19, c. gen. αὐτῆς ἔνδια πέτρης Opp.H.4.371, πολυκαμπέος ἔνδιον ὕλης Nonn.D.9.275, Καναναῖον ... ἔνδιον αἰπύδμητον ... Γαλιλαίων Nonn.Par.Eu.Io.2.11, ἔνδιον Ἐννοσιγαίου de Tebas, Nonn.D.13.57, cf. 26.293, Ἁμαδρυάδων ἔ. el bosque AP 9.668 (Marian.), ἔνδιον Εὐφροσύνης de la ciu. de Beroe, Nonn.D.41.146, ἄγχι δὲ ληνὸς ..., λιπαρῆς ἔνδιον εὐφροσύνης y cerca el lagar, lugar del jugoso disfrute, AP 11.63 (Macedon.)
arq. espacio interior, recinto interno en un templo crist. capilla τρισσὰ μὲν ἀντολικῶν ἀναπέπταται ἔνδια κύκλων ἡμιτόμων Paul.Sil.Soph.354, cf. 541.

• Etimología: Deriv. tem. de *ἐν διϝί, loc. de δῖος ‘día’, ‘cielo’.
-ον
empapado, húmedo Phot.ε 849, cf. ἐνδιής.

• Etimología: Cf. διαίνω.

Greek Monolingual

ἔνδιος, -ον (Α)
1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ' ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια της ημέρας
3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο»)
4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι»)
5. φρ. «ἔνδιον ἦμαρ» — το μεσημέρι
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδιον
α) μεσημέρι
β) απόγευμα
γ) φωλιά
δ) έδρα («σοὶ δὲ ἔνδιον... Πιτάνη»)
ε) φρ. «λιπαρῆς ἔνδιον εὐφροσύνης» — ο ληνός.

Greek Monotonic

ἔνδῑος: -ον (ἐν, Διός, πρβλ. Λατ. sub divo)·
I. μεσημεριανός, μεσημβρινός, μεσημεριάτικος, σε Όμηρ., Θεόκρ.
II. ἔνδῐος, αυτός που βρίσκεται στην εξοχή, υπαίθριος, σε Ανθ.· ουδ. ἔνδῐον, κατοικία, τόπος διαμονής, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνδῑος:
1) полуденный: ἔ. ἦλθεν Hom. он пришел в полдень; ἔ. εὕδει Anth. он спит в полдень;
2) находящийся на открытом воздухе (ποιμένες Theocr.; ἀκρεμόνες Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: of the, in the aftrnoon (Il.), -ον n. (-ος m.) (after)noon (Call., A. R.); rarely belonging to heaven, coming from heaven (ὕδωρ, Arat. 954), in the air (AP 9, 71); in Hom. ι, later (from εὔδιος?) also ι, s. Sommer Nominalkomp. 75 n. 5 w. lit.
Origin: IE [Indo-European] [184] *di̯eu- heaven
Etymology: Hypostasis of *ἐν διϜί (: ἔν-διϜι-ος, cf. ἐν-νύχι-ος), loc. of the word for heaven (by day), day (s. δῖος, Ζεύς). - Whether the expression ἔνδιον ὕδωρ (Arat.) etc. contains a trace of heaven, is doubtful; rather blending with δῖος.

Middle Liddell

ἔν-δῑος, ον adj [ἐν, Διός
I. cf. Lat. sub divo, at midday, at noon, Hom., Theocr.
II. ἔνδῐος, in the open air, Anth.: neut. ἔνδῐον, an abode, Anth.