ἐπιρρύζω
From LSJ
English (LSJ)
A set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.
French (Bailly abrégé)
exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.
Greek Monolingual
ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐπιρρύζω: εξαπολύω σκύλο πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρύζω: натравливать (ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα Arph.).
Middle Liddell
to set a dog on one, Ar.