κατάλειψις
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
εως (poet. κάλλειψις only in Hsch.), ἡ,
A leaving behind, συγγραμμάτων Pl.Phdr.257e, cf. Arist.Fr.151; ἐκ Χρημάτων καταλείψεως by a legacy, CIG4369 (Sagalassus), cf. POxy.75.12 (ii A.D.), IGRom.4.671 (Prymnessus, ii A.D.), Vett.Val.177.22, al. II posterity, LXX Ge.45.7.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Ueberbleibsel, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειψις: -εως, ἡ, τὸ καταλείπειν ἢ ἀφίνειν ὀπίσω, κ. συγγραμμάτων Πλάτ. Φαῖδρ. 257Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 146· ἐκ χρημάτων καταλείψεως, διὰ κληροδοτήσεως, Συλλ. Ἐπιγρ. 4369. ΙΙ.= κατάλειμμα, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕ', 7)· ποιητ. κάλλειψιν Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser après soi;
2 reste, surplus.
Étymologie: καταλείπω.
Greek Monolingual
κατάλειψις και ποιητ. τ. κάλλειψις, ἡ (Α) καταλείπω
1. το να αφήσει κάποιος κάτι στους μεταγενέστερους
2. οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
Greek Monotonic
κατάλειψις: -εως, ἡ (καταλείπω), εγκατάλειψη πράγματος από κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κατάλειψις: εως (τᾰ) ἡ
1) оставление (после себя потомству) (συγγραμμάτων Plat.);
2) оставление (у себя дома), т. е. сбережение (τῶν ἵππων Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάλειψις -εως, ἡ [καταλείπω] achterlating.
Middle Liddell
κατάλειψις, εως καταλείπω
a leaving behind, Plat.