προλάζυμαι

From LSJ
Revision as of 09:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάζῠμαι Medium diacritics: προλάζυμαι Low diacritics: προλάζυμαι Capitals: ΠΡΟΛΑΖΥΜΑΙ
Transliteration A: prolázymai Transliteration B: prolazymai Transliteration C: prolazymai Beta Code: prola/zumai

English (LSJ)

   A receive beforehand or by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.

German (Pape)

[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

prendre ou saisir d’avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαιπρολάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].

Greek Monotonic

προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.

Middle Liddell


Dep. to receive beforehand or by anticipation, τινος some of a thing, Eur.