χρυσόπρασος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ,
A chrysoprase, a precious stone of golden-green colour, Apoc.21.20, cf. Plin. HN37.113.
German (Pape)
[Seite 1382] ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμός τις λίθος ἔχων χρῶμα πράσινον χρυσίζον, Ἀποκάλυψ. κα΄, 20· πρβλ. Πλίν. 37. 34, καὶ ἴδε χρυσοβήρυλλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chrysoprase, sorte de pierre précieuse d’un vert de poireau à reflets dorés.
Étymologie: χρυσός, πράσον.
English (Strong)
from χρυσός and prason (a leek); a greenish-yellow gem ("chrysoprase"): chrysoprase.
English (Thayer)
(χρυσοπρασον Lachmann), χρυσοπρασου, ὁ, (from χρυσός, and πράσον a leek), chrysoprase, a precious stone in color like a leek, of a translucent golden-green (cf. BB. DD., under the word; Riehm, HWB, under the word, Edelsteine 6): Revelation 21:20.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το χρυσοπράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρασος (< πράσον), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysoprasus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysoprase), βλ. και λ. χρυσο-πράσιο].
Greek Monotonic
χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμος λίθος που έχει χρώμα χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπρᾰσος: ὁ хрисопрас (драгоценный камень зеленовато-золотистого цвета) NT.
Middle Liddell
χρῡσό-πρᾰσος, ὁ,
the chrysoprase, a precious stone of golden-green colour, NTest.
Chinese
原文音譯:crusÒprasoj 赫呂所-普拉所士詞類次數:名詞(1)
原文字根:金-韭
字義溯源:(一種黃綠色的)寶石,翡翠,綠石英石,緣石髓;由(χρυσός)*=金)與(πρασιά)X*=韭)組成
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 翡翠(1) 啓21:20