κνισάω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
(κνῖσα)
A fill with the savour of burnt sacrifice, κ. ἀγυιάς (never τὰς ἀγυιάς) make them steam with sacrifice, Ar.Eq.1320, Av.1233, Orac. ap. D.21.51; κ. βωμούς E.Alc. 1156; intr., κ. βωμοῖσι raise the steam of sacrifice on... Orac. ap. D. 21.52; κ. παρὰ τοὺς βωμούς Luc.JTr.22.
Greek (Liddell-Scott)
κνῑσάω: μέλλ. -ήσω, (κνῖσα) πληρῶ τι διὰ τῆς κνίσης ἱερείου, κν. ἀγυιὰς (οὐδέποτε τὰς ἀγυιάς), κάμνω αὐτὰς νὰ εὐωδιάζωσιν ἐκ τῆς κνίσης τῶν καιομένων θυμάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1320, Ὄρν. 1233, Χρησμ. παρὰ Δημ. 530. 28· κν. βωμοὺς Εὐρ. Ἄλκ. 1156· ἀνθ’ οὗ ἔχομεν ἀμετάβ., κνισᾶν βωμοῖσι Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 5· κν. παρὰ τοὺς βωμοὺς Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 22.
French (Bailly abrégé)
mieux que κνισσάω;
-ῶ :
1 faire brûler, pour un sacrifice, des viandes qui exhalent de la fumée;
2 remplir de fumée ou de l’odeur des viandes rôties : βωμούς EUR des autels.
Étymologie: κνῖσα.
Greek Monotonic
κνῑσάω: μέλ. -ήσω (κνῖσα), γεμίζω με τον αχνό και τη γεύση της καιόμενης θυσίας, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνῑσάω: и κνισσάω
1) наполнять запахом сжигаемых жертв (ἀγυιάς Arph.);
2) окутывать чадом жертвоприношений (βωμούς Eur.);
3) сжигать жертвы, совершать жертвоприношения (βωμοῖσι Dem.; παρὰ τοὺς βωμούς Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισάω [κνῖσα] vullen met de geurende vetdamp (van gebraden offervlees).
Middle Liddell
κνῑσάω, fut. -ήσω κνῖσα
to fill with the steam or savour of burnt sacrifice, Eur., Ar.