κρούνισμα
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ατος, τό,
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
Greek (Liddell-Scott)
κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.
Greek Monolingual
κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.
Greek Monotonic
κρούνισμα: -ατος, τό, ανάβλυση, εκροή, σε Ανθ.