οὐλοχύται
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
[ῠ], αἱ, (οὐλαί, χέω)
A barley-groats or coarsely-ground barley sprinkled over the victim and the altar before a sacrifice (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο.—τοῦτο δ' ἐστὶ τί;—κριθαί Strato Com.1.34), οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι, Il.1.449,458; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ Od.4.761; χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατάρχετο, of the ceremony of sprinkling the barley before sacrifice, 3.445:—also οὐλό-χῠτα, τά, Hsch.
German (Pape)
[Seite 414] αἱ, od. nach Lob. paralipp. 456 οὐλόχυται, die geschrotenen Gerstenkörner, οὐλαί, welche zu Anfang des Opfers nach dem Händewaschen über das Opferthier u. den Altar ausgeschüttet (χέω) wurden, χερνίψαντο δ' ἔπειτα καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο, Il. 1, 449, u. ἐπεὶ εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο, ibd. 458; Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Od. 3, 445, er fing die heilige Handlung des Gerstenstreuens an; ἐν δ' ἔθετ' οὐλοχύτας κανέῳ, 4, 761.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοχύται: [ῠ], -αἱ, (οὐλαί, χέω) χονδροαλεσμέναι κριθαὶ πασσόμεναι ἐπὶ τοῦ θύματος καὶ τοῦ βωμοῦ πρὸ τῆς τελέσεως (τὰς οὐλοχύτας φέρε δεῦρο. -τοῦτο δ’ ἐστὶ τί; - κριθαί, Στράτ. παρ’ Ἀθην. 383 Α)˙ οὐλοχύτας ἀνελέσθαι, προβαλέσθαι Ἰλ. Α. 449, 458˙ ἐν δ’ ἔθετ’ οὐλοχύτας κανέῳ Ὀδ. Δ. 761˙ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, περὶ τῆς τελετῆς τοῦ ἐπιπάσσειν τὴν χονδροαλεσμένην κριθὴν πρὸ τῆς θυσίας, ὅπερ ἄλλως ἐλέγετο πρόχυσις, Γ. 445˙ - πρβλ. οὐλαί, προχύται, αἱ. - Καθ’ Ἡσύχ. : «οὐλοχύτας˙ ὁτὲ μὲν τὰ κανᾶ, ἐν οἷς τὰς οὐλάς, αἷ εἰσι κριθαί, τῶν ἱερείων κατέχεον. φαίνεται δὲ ἀγγεῖα δηλοῦσθαι ἢ κριθὰς πεφρυγμένας».
Greek Monolingual
οὐλοχύται, αἱ (Α)
1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. οὐλὰς χυτάς ή απλώς για σύνθ. < οὐλαί + χέω + επίθημα -τος].
Greek Monotonic
οὐλοχύται: [ῠ], αἱ (οὐλαί, χέω), ολόκληροι ή χοντροαλεσμένοι κόκκοι κριθαριού, με τους οποίους έραιναν τα ζώα που όδευαν στο θυσιαστήριο, λίγο πριν θυσιαστούν, σε Όμηρ.· πρβλ. ἄρχω II. 2.
Middle Liddell
οὐ˘λο-χύται, ῶν, αἱ, οὐλαί, χέω]
barley-groats or coarsely-ground barley sprinkled over the victim before a sacrifice, Hom.; cf. ἄρχω II. 2.