βωμολόχευμα

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωμολόχευμα Medium diacritics: βωμολόχευμα Low diacritics: βωμολόχευμα Capitals: ΒΩΜΟΛΟΧΕΥΜΑ
Transliteration A: bōmolócheuma Transliteration B: bōmolocheuma Transliteration C: vomolochevma Beta Code: bwmolo/xeuma

English (LSJ)

ατος, τό, only in pl.,

   A ribald jests, Ar.Eq.902, Pax 748.

German (Pape)

[Seite 469] τό, Possenreißerei, Kriecherei, Ar. Equ. 899 Pax 732, Schol. κολάκευμα, βωμολόχα σκώμματα.

Greek (Liddell-Scott)

βωμολόχευμα: τό, κολακεία, μόνον κατὰ πληθ., χαμερπεῖς κολακεῖαι, ἀπρεπὲς καὶ ταπεινὸν σκῶμμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 902, Εἰρ. 748.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
trait de moquerie bouffonne.
Étymologie: βωμολοχεύομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό bufonada Ar.Eq.902, Pax 748.

Greek Monolingual

βωμολόχευμα, το (Α) βωμολοχεύομαι
(μόνο στον πληθ.) άσεμνα αστεία, αισχρολογίες.

Greek Monotonic

βωμολόχευμα: -ατος, τό, μέρος ποταπής κολακείας· στον πληθ., χαμερπείς κολακείες, φαύλοι και απρεπείς αστεϊσμοί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βωμολόχευμα: ατος τό шутовская выходка, шутовство Arph.

Middle Liddell

[from βωμολοχεύομαι
a piece of low flattery, in pl. base flatteries, ribald jests, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωμολόχευμα -ατος, τό βωμολοχεύομαι alleen plur. lolbroekerij, fratsen.