θεράπευμα

From LSJ
Revision as of 15:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπευμα Medium diacritics: θεράπευμα Low diacritics: θεράπευμα Capitals: ΘΕΡΑΠΕΥΜΑ
Transliteration A: therápeuma Transliteration B: therapeuma Transliteration C: therapevma Beta Code: qera/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a service done to another:    I θ. θεοῦ divine worship, Pl.Def.415a.    2 service paid to a person, ξενικὰ θ. Id.Lg.718b, cf. Plu.2.1117c.    II care of the body, Pl.Grg.524b (pl.); of a child, E.Hyps.Fr.3(1) ii 12 (lyr., pl.).    2 surgical treatment, Hp.Mochl.40(pl.), Arist.EN1181b3 (pl.); Ἀσκλαπιοῦ IG4.952.96 (Epid.), etc.    III concrete, preparations, drugs, Hp.Morb.4.34.

German (Pape)

[Seite 1199] τό, Dienstleistung, Wartung, Pflege des Körpers, Plat. Gorg. 524 b; ξενικά Legg. IV, 718 a; Xen. Cyr. 5, 5, 28; Heilung, Arist. eth. 10, 10. – Bei Plut. adv. Col. 17 Bezeugung der Hochachtung.

Greek (Liddell-Scott)

θεράπευμα: τό, ὑπηρεσία γινομένη εἰς ἕτερον, Ι. θ. θεοῦ, θεία λατρεία, Πλάτ. Ὅροι 415A. 2) περιποίησις, ὑπηρεσία πρός τινα, ξενικὰ θ. Πλάτ. Νόμ. 718D, πρβλ. Πλούτ. 2. 1117C. ΙΙ. μέριμνα, φροντίς, περιποίησις τοῦ σώματος, Πλάτ. Γοργ. 524B. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. Μοχλ. 866, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 21, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 soin, remède;
2 marque d’égards.
Étymologie: θεραπεύω.

Greek Monolingual

θεράπευμα, τὸ (Α) θεραπεύω
1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία
2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον
3. φροντίδα του σώματος
4. ιατρική θεραπεία
5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο.

Greek Monotonic

θεράπευμα: -ατος, τό, ιατρική περίθαλψη, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θεράπευμα: ατος τό
1) почитание, культ (θεοῦ Plat.);
2) услуга, любезность, внимание: ξενικὰ θεραπεύματα Plat. предупредительное отношение к чужеземцам;
3) забота, уход, попечение: τὸ σῶμα (ἔχει) καὶ τὰ θεραπεύματα καὶ τὰ παθήματα Plat. тело сохраняет (признаки) как забот (о нем), так и страданий;
4) лечение: τὰ θεραπεύματα Arst. способы лечения;
5) почтительное отношение, учтивость Plut.

Middle Liddell

θεράπευμα, ατος, τό,
medical treatment, Arist.