ἐπίστημα

From LSJ
Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστημα Medium diacritics: ἐπίστημα Low diacritics: επίστημα Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΑ
Transliteration A: epístēma Transliteration B: epistēma Transliteration C: epistima Beta Code: e)pi/sthma

English (LSJ)

Dor. -ᾱμα, ατος, τό, (ἐφίστημι)

   A anything set up, e.g. monument over a grave, Pl.Lg.958e, Is.Fr.159, IG12(3).87 (Nisyrus, iii B.C.), D.H.2.67; ornament on the prow of ships, D.S.13.3 (nisi leg. ἐπισήμασι).

German (Pape)

[Seite 984] τό, das Daraufgestellte, bes. auf das Grab, Grabstein, Grabdenkmal, λίθινα Plat. Legg. XII, 958 e; D. Hal. 9, 67; bei D. Sic. 13, 3 von Zierrathen der Schiffe.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστημα: τό, (ἐφίστημι) πᾶν τὸ ἐστημένον ἐπί τινος, ἐπιτάφιος στήλη, Πλάτ. Νόμοι 958Ε, Σουΐδ.· προσέτι, κόσμημά τι πλοίου, Διόδ. 13. 3.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίστημα) εφίστημι
γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη του πλοίου
αρχ.-μσν.
επιτύμβια στήλη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστημα: ατος τό
1) надгробная колонна, могильная плита Plat.;
2) эпистема (украшение на носовой части корабля) Diod.