επιμέλεια
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμέλεια) επιμελής
1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῦ ναυτικοῦ ἐπιμέλειαν», Θουκ.
β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.)
2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια της φετινής χρονιάς»)
νεοελλ.
1. δικαίωμα και υποχρέωση προσώπου να φροντίζει σύμφωνα με τους νόμους πρόσωπο ανίκανο ή με περιορισμένες δυνατότητες για την άσκηση δικαιοπραξιών
2. φροντίδα για την άρτια έκδοση συγγράμματος
μσν.
1. επιμονή
2. φρουρά
αρχ.
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστων
2. επιτροπεία, επίβλεψη ορισμένων πολιτικών ή θρησκευτικών δραστηριοτήτων.