ἱμανήθρη

From LSJ
Revision as of 15:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμανήθρη Medium diacritics: ἱμανήθρη Low diacritics: ιμανήθρη Capitals: ΙΜΑΝΗΘΡΗ
Transliteration A: himanḗthrē Transliteration B: himanēthrē Transliteration C: imanithri Beta Code: i(manh/qrh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,= ἱμονιά, Herod.5.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμανήθρη: (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου ταχέως λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.

Greek Monolingual

ἱμανήθρη, ἡ (Α)
ιμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, -άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από ἱμανῶ < ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα -η-θρα (< επίθημα -θρον / -θρα παρεκτεταμένο με -η-), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: well-rope (Herod. 5, 11).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).

Frisk Etymology German

ἱμανήθρη: {himanḗthrē}
Grammar: f.
Meaning: Brunnenseil (Herod. 5, 11).
Etymology : Bildung wie κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) u. a. (Schwyzer 533, Chantraine Formation 373f.), somit von einem Verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) oder von *ἱμαίνω; s. zu ἱμάς.
Page 1,723