ἀπονίπτω
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
v. ἀπονίζω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονίπτω: ἴδε ἀπονίζω.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπονίζω.
Spanish (DGE)
I limpiar c. ac. de la cosa eliminada βρότον ἐξ ὠτειλέων Od.24.189, ξηρὰ ... ὄξει ἀπονίψας Hp.Vlc.13, τὸν ῥύπον τῶν ποδῶν Origenes Io.32.8
•c. doble ac., fig. ῥυτίδα τῆς ἁμαρτίας ἡμᾶς Diad.Perf.89
•en v. med. limpiarse αἷμα E.Fr.71, τὸν πηλὸν ... τῶν ποδῶν Plu.2.616d, κόνιν ἰκμαλέην Nonn.D.10.381
•abs. lavarse ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ar.Au.1163, cf. Ec.419, Antiph.136.
II 1lavar o lavarse c. ac. de pers. y partes del cuerpo εἰώθει τοὺς παριόντας ἀναγκάζειν ἀπονίπτειν ἑαυτόν D.S.4.59, τὸ πρόσωπον Longus 2.18.1, τὰς χεῖρας Hippol.Haer.4.33.2, τραύματα E.Tr.1152, tb. c. doble ac. Κώκυτος ... ἀφ' ἕλκεα νίψεν Ἄδωνιν Euph.68
•en v. med. lavarse χρῶτ' Od.18.172, 179, χεῖράς τε πόδας τε Od.22.478, τὰς χεῖρας Thphr.Char.16.2, D.C.43.9, como señal de inocencia Eu.Matt.21.24, τὼ πόδε Philostr.VA 8.13, Plu.Phoc.18
•en v. med., abs. lavarse las manos esp. después de las comidas, Ar.Byz.Fr.368, ἀπονίψασθαι δοτέον Alex.250
•en perf. pas. mismo sent. ἀπονενίμμεθ' Ar.V.1217
•c. gen. τῆς κρήνης ἀπονιψάμενος Alciphr.1.11.3, pero ἀπονίψασθαι τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὰς κράνας IG 42.121.63 (Epidauro IV a.C.).
2 raro de cosas limpiar τὸ ἅρμα LXX 3Re.22.38; cf. ἀπονίζω.
English (Strong)
from ἀπό and νίπτω; to wash off (reflexively, one's own hands symbolically): wash.
English (Thayer)
to wash off; 1st aorist middle ἀπενιψαμην; in middle to wash oneself off, to wash off for oneself: τάς χεῖρας, ἀπονίζω — but with future ἀπονιψω, 1st aorist ἀπενιψα; the later, as Theophrastus, char. 25 (30 (17)); Plutarch, Phocylides, 18; Athen. iv. c. 31, p. 149c., ἀπονίπτω, although this is found (but in the middle) even in Homer, Odyssey 18,179.)
Greek Monolingual
κ. -νίβω (AM ἀπονίπτω, Α κ. -νίζω)
ξεπλένω
νεοελλ.
λούζω κάποιον σε τακτή μέρα
αρχ.
1. αφαιρώ με πλύσιμο
2. (-ομαι) πλένω, καθαρίζω το σώμα μου ή ένα μέλος του («ἀπονιψάμενος τὸν πηλὸν τῶν ποδῶν», «τὸ πρόσωπον ἀπονίπτεσθαι δέον»).
Greek Monotonic
ἀπονίπτω: μεταγεν. τύπος του ἀπονίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονίπτω: Plut. = ἀπονίζω.
Chinese
原文音譯:¢pon⋯ptw 阿坡-你普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-洗
字義溯源:洗去,洗;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(νίπτω)*=洗淨)組成。參讀 (ἀπολούω)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 洗(1) 太27:24